Της Ξανθής Χ. Σούλου
Ενδοκρινολόγου
Η εγκυμοσύνη, χαρακτηρίζεται από ορμονικές μεταβολές και αυξημένες μεταβολικές απαιτήσεις που επηρεάζουν και την θυρεοειδική λειτουργία. Κατά την διάρκεια της κύησης μπορεί να εκδηλωθούν διαταραχές της λειτουργίας του αδένα ή να αποδιοργανωθούν προυπάρχουσες δυσλειτουργίες.
ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Αν και κλινικός υποθυρεοειδισμός παρατηρείται περίπου σε 1/1600 κυήσεις, ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός εμφανίζει συχνότητα 2,2%. Τα μειωμένα επίπεδα θυροξίνης της μητέρας δεν επιτρέπουν την δημιουργία του <ιδανικού> περιβάλλοντος για το κύημα – το οποίο ως τη 12η εβδομάδα δεν έχει δικό του θυρεοειδή – με επιπτώσεις που αφορούν & στην μητέρα & στο παιδί.
Για την μητέρα οι κυριότερες επιπλοκές είναι η εμφάνιση υπέρτασης, η αναιμία, η αποκόλληση πλακούντα, η αιμορραγία μετά τον τοκετό και ο ενδομήτριος θάνατος.
Ο υποθυρεοειδισμός της μητέρας συνδέεται με γέννηση μωρών χαμηλού σωματικού βάρους, πιθανότητα εμφάνισης παροδικού συγγενούς υποθυρεοειδισμού στο νεογνό (από διαπλακουντιακή μεταφορά αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων από την μητέρα στο κύημα), καθώς & πιθανότητα μειωμένης νευροφυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού.
Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρείται σήμερα αναγκαίος ο έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας στην αρχή του α΄ τριμήνου.
Η θεραπεία της νόσου γίνεται με χορήγηση θυροξίνης.Αν η μητέρα έπαιρνε από πρίν θεραπεία για υποθυρεοειδισμό χρειάζεται αναπροσαρμογή της δόσης (αύξηση από 25-50% της προηγούμενης δόσης ανάλογα με την αιτία του υποθυρεοειδισμού).
Η μητέρα ελέγχεται κάθε 6-8 εβδομάδες. Συστήνεται η λήψη θυροξίνης & συμπληρωμάτων σιδήρου να γίνεται με χρονική απόσταση τουλάχιστον 6 ωρών.
Μετά τον τοκετό η θυροξίνη διακόπτεται ή επιστρέφουμε στη πρό της κύησης δόση υποκατάστασης & η μητέρα επανελέγχεται την 6η εβδομάδα της λοχείας.
ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ & ΚΥΗΣΗ
Η επίπτωση του υπερθυρεοειδισμού στη κύηση είναι 0,2% & η συχνότερη αιτία είναι η νόσος Graves.Η κλινική διάγνωση του είναι συχνά δύσκολη αφού και η ευθυρεοειδική έγκυος βιώνει μια κατάσταση υπερκινητικής κυκλοφορίας με συμπτώματα και σημεία που μιμούνται τον υπερθυρεοειδισμό, δηλαδή εύκολη κόπωση, συναισθηματική αστάθεια, δυσανεξία στη ζέστη, ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις.
Ο μη ελεγχόμενος υπερθυρεοειδισμός συνδέεται με αυξημένη επίπτωση υπέρτασης στη μητέρα, προεκλαμψίας, αποκόλλησης πλακούντα, πρόωρου τοκετού και συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου, γέννηση νεογνού χαμηλού σωματικού βάρους ή σε εμβρυικό ή νεογνικό υπερθυρεοειδισμό.
Η θεραπεία της νόσου γίνεται ουσιαστικά μόνο με αντιθυρεοειδικά δισκία ,αφού η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου αντενδείκνυται στη κύηση ενώ η πιθανότητα χειρουργείου θεωρείται λύση για τις λίγες περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκής έλεγχος της νόσου με τα φάρμακα και πραγματοποιείται στο β΄μισό του β΄ τριμήνου. Χορηγείται η μικρότερη δυνατή δόση φαρμάκων γιατί αυτά περνάνε μέσω του πλακούντα στο έμβρυο και ο έλεγχος της μητέρας γίνεται κάθε μήνα.
Είναι πιθανό το τελευταίο τρίμηνο της κύησης να μπορεί να διακοπεί η χορήγηση των δισκίων, αλλά απαιτείται επαγρύπνηση στη λοχεία αφού συχνά η νόσος υποτροπιάζει.
Την 26η εβδομάδα κύησης ελέγχεται και το κύημα με υπερηχογράφημα και doppler για την πιθανότητα εμβρυικού υπερθυρεοειδισμού (παρατηρείται σε 1% των υπερθυρεοειδικών εγκύων) και ο οποίος αντιμετωπίζεται με αύξηση της δόσης των αντιθυρεοειδικών φαρμάκων της μητέρας. Η υπερθυρεοειδική μητέρα μπορεί να θηλάσει, εφόσον η δόση των δισκίων μπορεί να διατηρηθεί χαμηλή, με τη σύσταση τα δισκία να λαμβάνονται αμέσως μετά τον θηλασμό
ΟΖΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΗ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Η οζώδης νόσος του θυρεοειδή δεν επηρεάζει την εξέλιξη της κύησης. Σε περίπτωση που η νόσος διαγνωσθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η διαγνωστική προσέγγιση θα γίνει με παρακέντηση του όζου και οι τυχόν θεραπευτικές αποφάσεις μπορεί να αναβληθούν για μετά τον τοκετό ακόμα και αν η βιοψία είναι ύποπτη για παρουσία καρκινώματος. Αν για οποιοδήποτε λόγο το χειρουργείο κριθεί αναγκαίο πραγματοποιείται το β΄ μισό του β΄ τριμήνου.
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΗ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
Γυναίκες με ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδή μπορεί να προγραμματίσουν κύηση ακόμα και αν έχουν λάβει θεραπευτικό ραδιενεργό ιώδιο, αφού ούτε η νόσος τους επηρεάζεται από την κύηση, ούτε το κύημα επιβαρύνεται, αρκεί η κύηση να προγραμματιστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα από τη λήψη του ραδιενεργού ιωδίου.