Η πρώτη ολοκληρωμένη περιγραφή του σακχαρώδη διαβήτη από τον Αρεταίο τον Καππαδόκη (π. 1ος μ.Χ)

Γ. Τσουκαλάς (Ιστορία της Ιατρικής, Εργαστήριο Ανατομίας, Ιατρική Σχολή Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης), Θ. Παπαϊωάννου (Μονάδα Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Σ. Γιάτσιου (Περιφερικό Ιατρείο Νέας Αγχιάλου, Κέντρο Υγείας Αλμυρού, 5η ΔΥΠΕ Θεσσαλίας), Α.-Μ. Αξιώτη (Γενικό Νοσοκομείο Σάμου «Άγιος Παντελεήμων»), Γ. Αποστολάκης (Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Μ. Καραμάνου (Ιστορία της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης).

 

Η περιγραφή του σακχαρώδη διαβήτη, «Περί Διαβήτεω», από τον Αρεταίο τον Καππαδόκη (π. 1ος μ.Χ.) αποτελεί την πρώτη γραπτή αναφορά περί διαβήτου στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Αρεταίο «ο διαβήτης είναι φοβερή ασθένεια, όχι αρκετά συνηθισμένη ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού αποτελεί τη φθορά της σάρκας και των μελών του σώματος, που μετατρέπονται σε ούρα».

Σχετικά με την ονομασία της νόσου, αναφέρει: «γι’ αυτόν τον λόγο νομίζω πως ονομάστηκε διαβήτης η πάθηση, επειδή μοιάζει με διαβήτη, αφού τα υγρά δεν παραμένουν στο σώμα, παρά χρησιμοποιούν το ανθρώπινο σώμα ως διαβάθρη (σκάλα) μέσω της οποίας εξέρχονται». Πίστευε ότι «αιτία της ασθένειας αυτής αποτελεί η ύπαρξη μιας ψυχρής και υγρής κατάστασης, όπως στην περίπτωση της υδρωπικίας». Θεωρούσε ακόμη ότι υπάρχουν και άλλοι αιτιολογικοί παράγοντες, όπως διάφορα οξέα νοσήματα (λοιμώδη;),που άφηναν κρυμμένα στον οργανισμό κάποια κακοήθη (αυτοαντισώματα;) ή ακόμη και δηλητηριώδη στοιχεία. Θεωρούσε ότι ο διαβήτης αποτελούσε μια μορφή της υδρωπικίας και ως προς την αιτία και την κατάσταση, διαφέροντας από αυτήν μόνο ως προς το μέρος, όπου τρέχει το υγρό, γιατί στην υδρωπικία το υγρό (το ασκητικό) «ρέει» και συγκεντρώνεται στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ενώ στην περίπτωση του διαβήτη η εκροή του υγρού γίνεται από τους νεφρούς και την ουροδόχο κύστη.

Όταν η πάθηση ήταν στην έναρξη της, σύμφωνα με την περιγραφή του, «οι ασθενείς έχουν στεγνό στόμα, λευκό σίελο και αφρώδες, που μοιάζει να προέρχεται από δίψα, ενώ δεν υπάρχει ακόμη αίσθημα δίψας, και βάρος στην περιοχή των υποχονδρίων. Αίσθημα ζέστης ή κρύου από τον στόμαχο στο έντερο αποτελεί δείγμα της επερχόμενης νόσου. Στη συνέχεια,  όταν η νόσος επιδεινωνόταν, «η αίσθηση θερμότητας είναι ελαφρά αλλά ενοχλητική και εδράζεται στα έντερα. Το επιγάστριο ρυτιδώνεται, οι φλέβες διογκώνονται, παρατηρείται γενική αδυναμία του σώματος, οπότε και η ποσότητα των ούρων και η δίψα τώρα πια αυξάνονται», ενώ όταν αυτή λάμβανε την οριστική μορφή της, γίνονταν έντονα δηλωτική, «η ζωή είναι αηδιαστική και επώδυνη. Η δίψα είναι ακατάσχετη, η υπερβολική πόση νερού δυσανάλογη με την αθρόα αποβολή ούρων, διότι τα ούρα είναι περισσότερα. Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει να πίνουν υγρά και να έχουν ούρα. Ή, αν σταματήσουν να πίνουν υγρά για λίγο διάστημα, το στόμα τους στεγνώνει και όλο το σώμα ξεραίνεται, ενώ τα εσωτερικά τους όργανα μοιάζουν να καίγονται. Πάσχουν από ναυτία και ανησυχία και σε σύντομο χρονικό διάστημα πεθαίνουν. Έχουν τρομερή δίψα σαν να καίγονται. Αλλά ποια αγωγή θα μπορούσε να σταματήσει την ούρηση; Ακόμη κι αν σταματήσουν τα ούρα για λίγο χρόνο, συσσωρεύονται στο κατώτερο μέρος της κοιλιάς, στους όρχεις και στα ισχία. Αν χαλαρώσουν, αποβάλλουν τα συγκεντρωμένα ούρα και το οίδημα υποχωρεί, διότι η αθρόα ποσότητα υγρών αποβάλλεται από την ουροδόχο κύστη».

Ακόμη, ο Αρεταίος αναφέρει τον αιφνίδιο θάνατο του ασθενούς, με τον οποίον φαίνεται να υπαινίσσεται τη διαβητική οξέωση και το κώμα, δεδομένου ότι θεωρεί τη σήψη (λοίμωξη) ως το αίτιο που τον προκαλεί, «οι ασθενείς ζουν για λίγο αν η νόσος λάβει την οριστική μορφή της, διότι η σήψη έρχεται γρήγορα και ο θάνατος είναι αιφνίδιο… οι ασθενείς ζουν για κάποιο χρονικό διάστημα, αν και όχι πολύ, εφόσον η ούρησή τους είναι επώδυνη και ακολουθεί και σήψη. Ούτε και μεγάλο μέρος του υγρού που πίνουν παραμένει στο σώμα, ενώ αρκετά μέρη της σάρκας διαβρώνονται και αποβάλλονται με τα ούρα». Ο Αρεταίος διακρίνει την  θεραπευτική αγωγή του διαβήτη. Tη διέκρινε σε δύο τμήματα. Πρότεινε τις θεραπείες για την επίσχεση της φθοράς του οργανισμού που ήταν οι ίδιες με αυτές που εφαρμόζονταν για την υδρωπικία και τις θεραπείες για τη δίψα που στην περίπτωση του διαβήτη ήταν μεγαλύτερη από αυτή της υδρωπικίας, γιατί το υγρό που ρέει (η πολυουρία που εμφανίζει ο διαβητικός) ξηραίνει (αφυδατώνει) το σώμα. Παρατήρησε ότι όταν οι ασθενείς έπιναν κάποιο υγρό, αυτό προκαλούσε την έκκριση ούρων, και μερικές φορές, καθώς έλιωνε και συμπαρέσυρε μαζί του μέρη του σώματος. Κατά την άποψή του,  χρειάζονταν φάρμακα, που θεράπευαν από τη δίψα, γιατί η δίψα ήταν μεγάλη, χαρακτηριζόμενη από ανικανοποίητη επιθυμία για λήψη υγρών, τόσο που όσο και να έπιναν οι πάσχοντες, το έντονο συναίσθημα της δίψας δεν καταλάγιαζε. Έτσι, «πρέπει επομένως με κάθε μέσο να ενισχύσουμε τον στόμαχο, απ’ όπου προέρχεται η δίψα». Η ενίσχυση του στομάχου επιτυγχανόταν με την τοποθέτηση καταπλασμάτων, τη χρήση συγκεκριμένου υγρού για πόση, με την εφαρμογή ειδικού διαιτολογίου και τέλος με  την χορήγηση τονωτικών του στομάχου. Παράλληλα, για τον ίδιο σκοπό, χρησιμοποιούσε τονωτικά της δύναμης του ασθενούς, τα οποία συνέβαλλαν στην ανανέωση του αίματος, καθώς και διάφορα σύνθετα φάρμακα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις τροφές που προτείνονται στο έργο του Αρεταίου, περιείχαν υδατάνθρακες. Πιο αναλυτικά πρότεινε τα εξής: «αφού έχεις καθαρίσει το σώμα με την ιερή, χρησιμοποίησε επιθέματα από νάρδο (valeriana dioscoridis), μαστίχα (pistacia lendiscus), χουρμάδες και κυδώνια ωμά. Ο χυμός αυτών, αναμεμειγμένος με νάρδο και ροδέλαιο, είναι πολύ καλός για διάβρεξη. Με την ψίχα αυτών και  με την προσθήκη μαστίχας (pistacia lentiscus) και χουρμά μπορεί να γίνει κατάπλασμα. Το μείγμα αυτό είναι καλό, αν προσθέσουμε κερί και ναρδέλαιο (έλαιο της patrinia scobiofolia), ή ο χυμός από ακακία (acacia arabica) και υποκυστίδα (παρασιτικό φυτό στις ρίζες του cistus) είναι και οι δύο κατάλληλοι για διαβρέξεις και καταπλάσματα. Αλλά και το νερό που χρησιμοποιείται ως υγρό για πόση, πρέπει να βραστεί μαζί με τα φρούτα. Η τροφή ας είναι γάλα και μαζί με αυτό διάφορα δημητριακά, χόνδροι και κουρκούτι. Στυπτικά κρασιά για να τονώσουν τον στόμαχο, και λίγο αραιωμένα για να καθαρίσουν τον στόμαχο από άλλα υγρά,  διότι η δίψα δημιουργείται από αλμυρές τροφές. Αλλά το κρασί, που είναι στυπτικό και δροσιστικό, είναι ευεργετικό, διότι επιφέρει αλλαγή και καλή κράση (αρμονικός συγκερασμός των χυμών). Για την τόνωση της δύναμης καλό είναι το γλυκό κρασί, που συμβάλλει στην ανανέωση του αίματος. Τα σύνθετα φάρμακα είναι τα ίδια, όπως αυτά από τις έχιδνες, αυτό του Μιθριδάτη, εκείνα από τα φρούτα και όλα όσα είναι κατάλληλα για την υδρωπικία». Ο Αρεταίος, γνωστός για τις ζωντανές περιγραφές  των ασθενειών, κατάφερε να περιγράψει το σακχαρώδη  διαβήτη και να προτείνει ένα διατροφικό μοντέλο για την αντιμετώπιση του.