Το σίλφιον της Κυρήνης: το αρχαιότερο αντισυλληπτικό

Ι.Ε. Γραμματικάκης (Γ΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παθολογία της κύησης» ΠΓΝ «Αττικόν), Μ. Καραμάνου (Ιστορία της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Α. Κάτσακα(Γ΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παθολογία της κύησης» ΠΓΝ «Αττικόν), Γ. Σαλαμαλέκης ((Γ΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παθολογία της κύησης» ΠΓΝ «Αττικόν), Γ. Ανδρούτσος (Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών).

 

Διάφορες αντισυλληπτικές μέθοδοι ήταν γνωστές κατά την αρχαιότητα, ενώ στην αρχαία ελληνική ιατρική γραμματεία περιγράφεται εκτενώς η χρήση αντισυλληπτικών ουσιών. Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή του φυτού σίλφιου. Πρόκειται για ένα ενδημικό είδος βοτάνου της περιοχή της Κυρήνης, στη Βόρειο Αφρική, συγγενές με το μάραθο ή το σέλινο, το οποίο καλλιεργείτο σε ευρεία κλίμακα λόγω της διαδεδομένης αντισυλληπτικής και θεραπευτικής του δράσης.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Απόλλωνας χάρισε το φυτό στους αρχαίους Έλληνες θέλοντας να τους δωρίσει κάτι για το οποίο θα τον θυμούνταν για πάντα. Η ευρεία θεραπευτική χρήση του σίλφιου περιγράφεται ήδη από τον Ιπποκράτη (460-377 π.Χ.), τον Σωρανό τον Εφέσιο (98-138 μ.Χ.), τον Διοσκουρίδη (40-90 μ.Χ.) αλλά και από πολλούς άλλους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιατρούς. Σχετικά με την ιστορία του φυτού, αναφορές υπάρχουν στους αρχαίους Αιγύπτιους και στη Μινωική Κρήτη. Η συστηματική καλλιέργεια του σίλφιου ξεκίνησε περίπου το 630 π.Χ. στην περιοχή της Κυρήνης, όπου οι Θηραίοι ίδρυσαν αποικία. Ονομάστηκε δε έτσι η περιοχή από την πηγή Κύρη που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Ήταν τόσο σημαντικά τα οικονομικά οφέλη από το εμπόριο του σίλφιου, ώστε επί σειρά ετών απεικονίζεται και στα νομίσματα της Κυρήνης. Χαρακτηριστικά, σε κύλικα από τη Λακωνία του 560 π.Χ,. απεικονίζεται ο Βασιλιάς της Κυρήνης Αρκεσίλαος Β΄ να επιστατεί την συλλογή του φυτού. Οι σπουδαίες θεραπευτικές ιδιότητες του σίλφιου αναφέρονται από το Θεόφραστο τον Ερέσιο (371-286 π.Χ.) και τον Διοσκουρίδη ως «Ηράκλεια Πανάκεια».

Οι αντισυλληπτικές του ιδιότητες αναφέρονται εκτενώς σε συγγράμματα του Διοσκουρίδη, ο οποίος μάλιστα προτείνει και τη χρήση του ως αμβλωτικό. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) αναφέρει ότι το σίλφιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «την απομάκρυνση των υγρών που εκκρίνονται στην εμμηνόρροια». Εκτός, όμως, από την ευρεία θεραπευτική του χρήση το σίλφιο αποτελούσε στην αρχαιότητα εξαίρετο είδος καρυκεύματος αλλά και αρώματος. Ο χυμός του χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Έλληνες στη μαγειρική, ενώ αργότερα οι Ρωμαίοι έτρωγαν και τις ρίζες του, τις οποίες διατηρούσαν σε ξύδι. Ενδεικτικό της αξίας που είχε το σίλφιο είναι το γεγονός ότι το κρέας των ζώων που είχαν τραφεί με το φυτό αυτό, ήταν περιζήτητο, αφού πίστευαν πως είναι θρεπτικότερο και πιο εύγευστο. Ο φιλόσοφος Ξενοκράτης (396-314) αναφέρει για το μαγείρεμα των οστρακοειδών: «Τα καθαρίζουμε, τα ξεπλένουμε και περιχύνουμε με κυρηναϊκό σίλφιο, απήγανο, άλμη και ξίδι ή φρέσκια μέντα σε ξίδι και γλυκό κρασί». Επίσης, στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» ο Αθηναίος (2ος μ.Χ.) αναφέρει πως έτρωγαν παστό ψάρι, μαριναρισμένο με κρασί, λάδι και σίλφιο. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ο γνωστότερος γαστρονόμος της εποχής Καίλιος Απίκιος (4ος μ.Χ.) στο μνημειώδες σύγγραμμα του «Περί μαγειρικής», περιλαμβάνει σχεδόν σε όλες τις συνταγές του, τη χρήση του σίλφιου ως καρύκευμα. Δυστυχώς, η αλόγιστη καλλιέργεια του βοτάνου σε συνδυασμό με τον απόλυτα ενδημικό χαρακτήρα του, οδήγησε σύντομα στην εξαφάνιση του είδους. Σύμφωνα, μάλιστα με τον Πλίνιο, ο τελευταίος που μπόρεσε να γευτεί το βότανο αυτό ήταν ο αυτοκράτορας νέρωνας .(37-68 μ.χ).