Κλινικές έρευνες έχουν δείξει ότι η μείωση του χρόνου του ύπνου η/και οι διαταραχές του πιθανόν σχετίζονται με αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη .
Στη μεγαλύτερη απ’αυτές “ Sleep characteristics, mental health, and diabetes risk: a prospective study of US military service members in the Millennium Cohort Study” που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2013 του Diabetes care, μελετήθηκαν προοπτικά σε διάστημα 6 ετών, με ενδιάμεση αξιολόγηση στα 3 έτη, 47.093 ένστολοι μέσης ηλικίας 34,9 ετών, ελαφρώς παχύσαρκοι (ΔΜΣ: 26,0 kg/m 2 ) εκ των οποίων 25,6% γυναίκες.
Καταγράφηκαν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ,βάρος, ύψος, τρόπος ζωής , στοιχεία του ύπνου ,κλινικά διαγνωσμένος διαβήτης και διαταραχές της πνευματικής υγείας με την εφαρμογή σχετικών ερωτηματολογίων.
Βρέθηκε ότι κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των 6 ετών εκδηλώθηκαν 871 περιπτώσεις σακχαρώδη διαβήτη. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι η εκδήλωση του διαβήτη ήταν πιο πιθανή μεταξύ των ατόμων που υπέφεραν από διαταραχές ύπνου, διάρκεια ύπνου< 6 ώρες και άπνοια του ύπνου. Η εκδήλωση του διαβήτη ήταν επίσης πιο συχνή στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, μη λευκής φυλής, υψηλότερου βάρους, με αναφορές συμπτωμάτων πανικού, άγχους και κατάθλιψης.
Μετά το στατιστικό συνυπολογισμό όλων των παραμέτρων που μελετήθηκαν βρέθηκε ότι οι διαταραχές ύπνου και η άπνοια του ύπνου αύξαναν το κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη από 21% (διαταραχές ύπνου) έως και 78% (άπνοια του ύπνου).
Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι οι διαταραχές του ύπνου και η άπνοια του ύπνου αυξάνουν το κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη ανεξάρτητα από συνυπάρχουσες διαταραχές της πνευματικής και ψυχικής υγείας η άλλων παραγόντων κινδύνου εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη.