Ευγενία-Γεωργία Mανιατάκου, Ειδικευόμενη Ενδοκρινολόγος
Αντώνης Πολυμέρης, Ενδοκρινολόγος,αναπληρωτής διευθυντής , ΓΝΑ “Αλεξάνδρα”
[email protected]
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί τη δεύτερη σε συχνότητα χρόνια νόσο της παιδικής ηλικίας μετά το βρογχικό άσθμα. Μέχρι πρόσφατα, ο σακχαρώδης διαβήτης της παιδικής ηλικίας ήταν συνώνυμος με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ) ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (μη ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ) αποτελούσε νόσημα των ενηλίκων. Τα τελευταία 10-20 έτη έχει παρατηρηθεί μια ανησυχητική αύξηση της επίπτωσης του ΣΔ τύπου 2 στα παιδιά που φαίνεται να σχετίζεται με την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία παγκοσμίως. Σπανιώτερα στην παιδική ηλικία εμφανίζονται και μονογονιδιακές μορφές ΣΔ, όπως διαβήτης τύπου MODY (Maturity Onset Diabetes of the Youth), ο νεογνικός σακχαρώδης διαβήτης (πριν από την ηλικία των τριών μηνών), ο σακχαρώδης διαβήτης στα πλαίσια συνδρόμου DIDMOAD (Diabetes Insipidus, Diabetes Mellitus, Optic atrophy, deafness) καθώς και ο σακχαρώδης διαβήτης που οφείλεται σε φάρμακα (γλυκοκορτικοειδή, tacrolimus, κυκλοσπορίνη κ.ά).
Περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις ΣΔ τύπου 1 στην παιδική ηλικία εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 15 ετών (πιο συχνά μεταξύ 10-14 ετών), ενώ ο ΣΔ τύπου 2 φαίνεται πως εμφανίζεται συχνότερα μετά την ηλικία των 15 ετών κυρίως σε παχύσαρκους εφήβους, με οικογενειακό ιστορικό ΣΔ.
Το διαβητικό παιδί δεν είναι ενας νεαρός διαβητικός ενήλικας και τόσο οι θεραπευτικοί στόχοι όσο και γενικώτερα η θεραπευτική του προσέγγιση παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες. Η καλή γλυκαιμική ρύθμιση είναι πρωτεύουσας σημασίας προκειμένου να αποφευχθούν οι μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές. Επίσης, είναι πολύ σημαντική η αποφυγή των υπογλυκαιμικών επεισοδίων γιατί αφ΄ενός μεν αυτά μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή του παιδιού και αφ΄ετέρου έχουν συσχετιστεί με ήπια ή σοβαρή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.
Η εμφάνιση του ΣΔ αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή τόσο του παιδιού όσο και της οικογενείας του. Πρέπει, λόγω της χρονιότητας του νοσήματος και των δυνητικών σοβαρών επιπτώσεών του, να παρέχονται από την αρχή και διαρκώς συμβουλές από ομάδα ειδικών. Η ομάδα αυτή αποτελείται από ιατρό εκπαιδευμένο στον νεανικό ΣΔ, νοσηλεύτρια, διαιτολόγο, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό που ασχολούνται με τον ΣΔ.
Αρχικά, τόσο το παιδί όσο και η οικογένεια πρέπει να αποκτήσουν «δεξιότητες επιβίωσης», όπως ο αυτοέλεγχος της γλυκόζης του αίματος, η σωστή διατροφή, η αναγνώριση και η αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας και βέβαια η εκπαίδευση στην ινσουλινοθεραπεία. Η ομάδα των ειδικών οφείλει επίσης να ενημερώσει τους γονείς για το φαινόμενο του «μήνα του μέλιτος», όπου οι απαιτήσεις για εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης μειώνονται λόγω της αποκατάστασης μιας υπολειμματικής αλλά πρόσκαιρης έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας. Το φαινόμενο αυτό δεν διαρκεί πολύ και δεν πρέπει να δίνει ψευδείς ελπίδες στους γονείς για υποστροφή του νοσήματος στο παιδί τους. Αργότερα, ακολουθεί το στάδιο της μακροχρόνιας παρακολούθησης στο οποίο περιλαμβάνονται τακτικές επισκέψεις στους ειδικούς, έλεγχος για συννοσηρές καταστάσεις, όπως ο υποθυρεοειδισμός και η κοιλιοκάκη καθώς και έλεγχος για μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές.
Τα σχήματα ινσουλινοθεραπείας διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να υποκαθιστούν όσο το δυνατόν καλύτερα την απούσα ενδογενή έκκριση ινσουλίνης.
H εντατικοποιημένη ινσουλινοθεραπεία, είτε με τη μορφή του σχήματος των πολλαπλών ενέσεων ινσουλίνης (βασική βραδείας δράσης-προγευματικές ταχείας δράσης) είτε με τη συνεχή υποδόρια έγχυση ινσουλίνης μέσω αντλίας φαίνεται να υιοθετείται από πολλά διαβητολογικά κέντρα παγκοσμίως που εφαρμόζουν αυτή τη θεραπεία ήδη από τη στιγμή διάγνωσης της νόσου. Η συνολική ημερήσια δόση ινσουλίνης στα παιδιά είναι περίπου 0,4-0,6ΙU/kg βάρους σώματος.
Στην περίπτωση του ΣΔ τύπου 2 (που εμφανίζεται συχνότερα σε παχύσαρκους εφήβους με οικογενειακό ιστορικό ΣΔ) βασικό ρόλο στη θεραπεία έχει η δίαιτα και η άσκηση που στοχεύουν στην ελάττωση του σωματικού βάρους και στην βελτίωση της αντίστασης στην ινσουλίνη που είναι η κύρια αιτία αυτού του τύπου διαβήτη. Αν με τα μέτρα αυτά δεν επιτευχθούν οι θεραπευτικοί στόχοι προστίθεται αγωγή με μετφορμίνη. Η μετφορμίνη είναι το μοναδικό αντιδιαβητικό δισκίο που έχει πάρει έγκριση από τον αμερικάνικο FDA (Food and Drug Administration) για τη θεραπεία του ΣΔ στα παιδιά. Σε αποτυχία και αυτής της θεραπείας προστίθεται στην αγωγή και βασική ινσουλίνη (βραδείας ή και μέσης δράσης).
Η φυσική δραστηριότητα πρέπει να ενθαρρύνεται στα παιδιά με ΣΔ ακόμα και τύπου 1 αρκεί να έχει ελεγχθεί η γλυκόζη του αίματος πριν από την άσκηση και να ρυθμιστεί η δόση της ινσουλίνης και η πρόσληψη γεύματος πριν από την άσκηση, ώστε να αποφευχθεί τυχόν επεισόδιο υπογλυκαιμίας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του παιδιού με ΣΔ δεν είναι απλή διαδικασία. Χρειάζεται διαρκής συνεργασία της θεραπευτικής ομάδας των ειδικών, των γονιών και βέβαια του ίδιου του παιδιού που καθώς μεγαλώνει πρέπει να αποδεχθεί τη νόσο του και να συμμετέχει ενεργητικά στη θεραπεία του. Υπάρχει ιδίως στους έφηβους σχεδόν πάντα σε άλλοτε άλλο βαθμό η άρνηση και η αντίδραση και φαίνεται πως στα δύο πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης έχουμε τις περισσότερες νοσηλείες στο νοσοκομείο που σχετίζονται με τις επιπλοκές του ΣΔ που αφορούν στη ρύθμιση (υπογλυκαιμία- διαβητική κετοξέωση). Για να αποφευχθεί αυτή η κατάσταση πρέπει από μικρή ηλικία το παιδί με την εποπτεία των γονιών του να συμμετέχει ενεργά στη θεραπεία του παίρνοντας πρωτοβουλίες. Ετσι, θα αποφευχθούν οι ανεπιθύμητες επιπλοκές του ΣΔ και το παιδί με αυτοπειθαρχία και αυτοπεποίθηση θα μπορεί να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον.