Σακχαρώδης Διαβήτης και Ουρολοιμώξεις

Ελίνα Ελ Ντέικ,Παθολόγος – Διαβητολόγος, Επιμελήτρια Β ΕΣΥ,Κέντρο Υγείας Γλυφάδας, Μέλος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, [email protected]

Ο σακχαρώδης διαβήτης και τα ουρολογικά προβλήματα είναι στενά συνδεδεμένα. Οι διαβητικοί είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε:

  • λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος,
  • προβλημάτα στους νεφρούς και στην ουροδόχο κύστη και
  • στην εμφάνιση σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια μεταβολική διαταρραχή η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η γλυκόζη είναι το κύριο «ενεργειακό νόμισμα» του οργανισμού. Τα κύτταρά μας, ιδιαίτερα του ήπατος, των μυών και του λιπώδους ιστού, χρειάζονται την ενέργεια που τους παρέχει η γλυκόζη για να κάνουν τις ποικίλες λειτουργίες τους. Η «είσοδος» της γλυκόζης στα κύτταρα ελέγχεται από μία ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη και παράγεται από το πάγκρεας.

Οι κύριοι τύποι σακχαρώδους διαβήτη είναι:

  • ο διαβήτης τύπου 1
  • ο διαβήτης τύπου 2
  • ο διαβήτης της κύησης.

Ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται την γλυκόζη, οπότε οι νεφροί την συγκρατούν κατά τη διαδικασία αυτήν. Όταν, ωστόσο, τα επίπεδα της γλυκόζης είναι υψηλά (πάνω από 180 mg/dl), η γλυκόζη αρχίζει να αποβάλλεται από τα ούρα.

Η παρουσία γλυκόζης στα ούρα προκαλεί αυξημένη αποβολή νερού, δηλαδή η διούρηση αυξάνεται. Για να διατηρηθεί το ισοζύγιο υγρών του οργανισμού και να μην προκύψει αφυδάτωση, ο διαβητικός ασθενής πίνει περισσότερα υγρά. Αυτός είναι ο λόγος της πολυουρίας και πολυδιψίας των διαβητικών.

Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία και τη δομή της κατώτερης ουροφόρου οδού. Η ουροδόχος κύστη των διαβητικών ασθενών μπορεί να εμφανίζει υπερδραστηριότητα ή να υπολειτουργεί. Ο ουρολόγος πρέπει να αξιολογήσει τις διαταραχές στη συχνότητα της ούρησης, έχοντας πάντα στο μυαλό του την πιθανότητα να οφείλονται στον διαβήτη, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει διαγνωστεί ακόμα.

Συνεπώς, τυχόν συχνουρία, ένα σύμπτωμα πολλών ουρολογικών παθήσεων, πρέπει να διευκρινιστεί αν συνδυάζεται με πολυουρία και αυξημένη πρόσληψη υγρών λόγω πολυδιψίας.

Στον αντίποδα, σε περιπτώσεις μακροχρόνια διαβητικού ή ηλικιωμένου ασθενούς, η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να προκαλέσει μείωση της αισθητικότητας της κύστης και διαταραχές στην κένωση της κύστης.

Ως αποτέλεσμα, ο διαβητικός ασθενής μπορεί να φτάσει να ουρεί μόλις 1-2 φορές την ημέρα και να παρουσιάζει μεγάλο υπόλλειμα ούρων μετά την ούρηση, μέχρι και επίσχεση ούρων.

Η ακράτεια ούρων είναι μια ενοχλητική επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες αντιμετωπίζουν, κατ’ εκτίμηση, 30-100% μεγαλύτερο κίνδυνο. Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι παρεμβάσεις για την καθυστέρηση της εμφάνισης διαβήτη μπορούν να αποτρέψουν την ακράτεια ούρων.

Οι διαβητικοί είναι πιο ευπαθείς στις περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού, ιδιαίτερα των νεφρών. Εκτός από τις «συνηθισμένες» πυελονεφρίτιδες, μπορεί να εμφανιστούν και πιο ασυνήθιστες, όπως η ξανθοκοκκιωματώδης και η εμφυσηματική πυελονεφρίτιδα, ή ακόμη και αποστήματα στο νεφρό. Οι κυστίτιδες στις διαβητικές γυναίκες είναι συχνότερες. Στους άνδρες είναι συχνές οι λοιμώξεις του προστάτη, καθώς και του όρχι και της επιδιδυμίδας.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ο πιο σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας για μία πολύ βαριά νεκρωτική φλεγμονή των ανδρικών γεννητικών οργάνων που ονομάζεται γάγγραινα Fournier και έχει υψηλότατο ποσοστό θνησιμότητας (έως και 75%).

Οι διαβητικοί άνδρες εκδηλώνουν συχνότερα φλεγμονές του δέρματος της ακροποσθίας και της βαλάνου (βαλανοποσθίτιδες) και ανάπτυξη ουλώδους ιστού στην περιοχή (σκληρυντικός λειχήνας) καταστάσεις που οδηγούν πολύ συχνά σε φίμωση.

Συμπερασματικά ο ασθενής με σακχαρώδη διαβήτη έχε σαν στόχο την επίτευξη μιας καλής γλυκαιμικής ρυθμισής προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές της νόσου συμπεριλαμβανομένου και των λοιμώξεων του ουροποιογεννητικού συστήματος.