Αντωνία Μανούσου, Ψυχολόγος- Ψυχολόγος Υγείας, [email protected]
Επιστημονική συνεργάτης,Τμήμα Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού
Γ.Ν.Α «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»
Κάθε πάθηση, σύμφωνα με τον Μάνου (1997) θεωρείται ότι έχει πολλαπλή αιτιολογία, δηλαδή είναι το αποτέλεσμα της συμπλοκής διαντίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων. Από την εποχή του Πλάτωνα στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι η ψυχή και το σώμα είναι ένα και τα διαχώριζαν μόνο για θέματα μελέτης και ανάλυσης. Πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν κατά καιρούς με τις ψυχοσωματικές παθήσεις, πρώτος απ’ όλους ο Γερμανός ψυχίατρος Heinroth (1818). Στις μέρες μας, υπάρχει συγκεκριμένος κλάδος της ιατρικής κατά τον οποίο αντιμετωπίζονται ολιστικά τα προβλήματα υγείας των ασθενών και γι’αυτό ονομάζεται ολιστική ιατρική.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι περισσότεροι από εμάς, κάποιες στιγμές στη ζωή μας, ανατρέξαμε σε γιατρούς για ένα απλό ενόχλημα, κι ενώ κάναμε ένα σωρό εξετάσεις και αποκλείσαμε όλες τις εκδοχές, τελικά ακούσαμε το γιατρό μας να μας λέει ότι «είναι ψυχολογικό». Η άμεση απάντηση του «φυσιολογικού» ασθενούς είναι « ..μα τι λέτε γιατρέ μου, τρελός είμαι;» Είναι γεγονός ότι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμα πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο ψυχολογικός παράγοντας στη ζωή μας. Οι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα φοβούνται να εκφράσουν φόβους ή αδυναμίες τους σε ειδικούς ενώ ξέρουν ότι αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι της γιατρειάς τους. Έτσι λοιπόν ακολουθούν χρόνιες φαρμακολογικές θεραπείες προκειμένου να μπορέσουν να είναι λειτουργικοί στην καθημερινότητα τους και να μην νιώθουν τύψεις για τ’ ότι δεν κάνανε κάτι για το πρόβλημα. Αυτή η τακτική όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά σίγουρα δημιουργεί μεγαλύτερα που ο ασθενής δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί την παρούσα στιγμή. Η σκέψη του κάθε ασθενούς που πονάει είναι να επουλώσει τον πόνο του και όχι να μάθει τι προκαλεί τον πόνο του. Για να βρεθεί όμως η λύση σε κάθε πρόβλημα πρέπει να γνωρίζουμε την αιτία.
Η βασική λοιπόν αιτία εμφάνισης ενός ψυχοσωματικού συμπτώματος είναι το άγχος. Αυτό που διαφέρει σε κάθε ψυχοσωματικό σύμπτωμα είναι το επίπεδο του άγχους και τα βαθύτερα αίτια που προκαλούν αυτό. Όταν το άγχος φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο, δημιουργεί δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος και αυτό με τη σειρά του μπλοκάρει τις λειτουργίες του σώματος που ελέγχει. Έτσι λοιπόν, ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να εμφανιστούν αϋπνία, εφίδρωση, ξηροστομία, σιελόρροια, ταχυκαρδία, τσιμπήματα στο στήθος, «φτερουγίσματα στην καρδιά», ταχύπνοια, υπεραερισμός, δυσκαταποσία (δυσκολία στην κατάποση), σφίξιμο των δοντιών (ιδίως τη νύκτα), αίσθημα σφιξίματος στο στομάχι, σπαστική κολίτιδα, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (αέρια στο έντερο, συχνά δυσκοιλιότητα ή διάρροια και επιτακτική ανάγκη προς αφόδευση), αναγωγές του γαστρικού περιεχομένου , καούρα, σφίξιμο στο στομάχι, σεξουαλικά προβλήματα (στον άνδρα δυσκολία στύσης, στη γυναίκα δυσπαρευνία δηλαδή πόνος κατά την συνουσία και ανοργασμικότητα), οσφυαλγία, το σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως, συχνουρία, πονοκέφαλος, ζαλάδες, αιμωδίες (μυρμηγκιάσματα), μειωμένη αισθητικότητα και ιδίως αίσθηση της αφής, υπερθερμία, προβλήματα μνήμης (αιτία είναι η διάσπαση προσοχής από το άγχος που δημιουργεί προβλήματα στην αποθήκευση και στην ανάκληση των αποθηκευμένων στην μνήμη πληροφοριών), σχετικά μειωμένη ικανότητα επούλωσης των τραυμάτων, ανορεξία, αυξημένη όρεξη, βουλιμία, νυκτερινή ενούρηση σε παιδιά και εφήβους. (Μάνου, 1999). Αυτά είναι κάποια από τα πιο βασικά ψυχοσωματικά συμπτώματα. Συνοπτικά, αναφέρουμε ότι ασθένειες που προκαλούνται από δυσλειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, του πεπτικού, του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, της παχυσαρκίας, του μυοσκελετικού συστήματος, του αναπνευστικού συστήματος, του ενδοκρινολογικού και του νευρικού συστήματος υπάρχει πιθανότητα να έχουν σαν βασικό αίτιο το άγχος.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι πως θα καταλάβει ο ασθενής ότι τα συμπτώματα που έχει είναι όντως ψυχοσωματικά και όχι οργανικά. Επειδή αναφερόμαστε σε οργανικές παθήσεις, πριν προβούμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ψυχοσωματικό σύμπτωμα, θα πρέπει να είμαστε, με την καθοδήγηση του γιατρού, απολύτως σίγουροι ότι δεν υπάρχει καμία οργανική αιτία. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής θα πρέπει ίσως να κάνει κάποιες εξετάσεις και να εξεταστεί από διάφορες ειδικότητες γιατρών για να διασταυρώσει τα συμπεράσματα του κάθε ειδικού. Επίσης είναι πολύ πιθανόν να μπει σε κάποια θεραπεία για ένα διάστημα προκειμένου να καταπολεμηθεί το πρόβλημα. Αν παρόλα αυτά το πρόβλημα παραμένει και έχει αποκλειστεί κάθε οργανική αιτία, τότε δε μένει παρά να εξεταστεί το ψυχολογικό υπόβαθρο του ασθενούς.
Αρχικά ο ασθενής έχει τη δυνατότητα να μιλήσει και να συμβουλευτεί το γιατρό του για το που μπορεί ν’ απευθυνθεί έτσι ώστε να λύσει το πρόβλημά του. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης ανάλογα με το πρόβλημα του καθενός. Όποιον και ν’ ακολουθήσει ο ασθενής, σε πρώτο στάδιο ο ειδικός θα πρέπει να καθοδηγήσει τον ασθενή έτσι ώστε να εντοπίσουν που κρύβεται το πρόβλημα. Υπάρχει πιθανότητα το πρόβλημα να κρύβεται κάπου στα παιδικά χρόνια του ασθενή ή να προέκυψε ύστερα από μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του (θάνατος, γάμος, χωρισμός, μετακόμιση). Εφόσον βρεθεί η ρίζα του προβλήματος, που μπορεί να πάρει αρκετές συνεδρίες για να γίνει αυτό, τότε είναι πολύ πιο εύκολο να μειωθεί η ένταση και η συχνότητα του ψυχοσωματικού πόνου. Ο επαναπροσδιορισμός του Εγώ, η τόνωση της αυτοπεποίθησης και η οριοθέτηση των σχέσεων είναι μόνο κάποιοι από τους βασικούς στόχους μιας ψυχοθεραπείας. Αν γίνει αποδεκτό και κατανοητό ότι η επίτευξη αυτών των στόχων μπορεί με αρκετή προσωπική δουλειά να μας απαλλάξει από τα οργανικής φύσεως ενοχλήματα που μας δυσκολεύουν τη ζωή, τότε ίσως φτάσουμε σε ένα σημείο που δε θα χρειαστεί να πάθει κάποιος «έλκος στομάχου» για να καταλάβει ότι αυτό που του έλειπε ήταν η αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να χειριστεί τις καταστάσεις που τον προβληματίζουν.
Συμπερασματικά, μπορεί να πει κανείς ότι θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίζουμε τις δύσκολες καταστάσεις τη στιγμή που συμβαίνουν και όχι να «κουκουλώνουμε» το πρόβλημα με διάφορους τρόπους, μόνο και μόνο επειδή δεν μας δυσκολεύουν τη ζωή. Τ’ ότι παραμένει κανείς λειτουργικός ύστερα από ένα σοβαρό πρόβλημα που έχει αντιμετωπίσει, δεν σημαίνει ότι το άγχος ή στεναχώρια που υπάρχει μέσα του δεν θα βγει με οποιοδήποτε τρόπο κάποια στιγμή προς τα έξω. Αν αυτό βγει στο σώμα του, με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν τότε θα έχει να αντιμετωπίσει και το σωματικό πόνο και τον ψυχικό. Για να μην φτάνει λοιπόν κανείς σε αυτό το σημείο, ας μπούμε στη διαδικασία να ψάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας για να δούμε τι είναι αυτό που πραγματικά μας πονάει και τέλος ας δώσουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να εκφράσει από μόνος του αυτόν τον πόνο χωρίς να πονέσει το σώμα.