Βασίλειος Παπαμίκος
Νοσοκομειακός διαιτολόγος, ΓΝΑ-Κoργιαλένειο Μπενάκειο ΕΕΣ
[email protected]
Έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον έχει εστιαστεί τα τελευταία χρόνια στην κατανόηση του μηχανισμού του κορεσμού στο ανθρώπινο σώμα. Απώτερο στόχο αποτελεί ο περιορισμός της υπερκατανάλωσης τροφής μέσω του ελέγχου του μηχανισμού της αίσθησης πληρότητας. Οι παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι πολυάριθμοι όπως το μέγεθος της μερίδας, η έκθεση σε οπτικά και οσφρητικά ερεθίσματα καθώς και τα μηνύματα, που αφορούν τα θρεπτικά συστατικά και τον όγκο της τροφής που καταναλώθηκε, που στέλνουν στον εγκέφαλο μετά το γεύμα το στομάχι και το έντερο.
Για την ακρίβεια μέχρι στιγμής έχει φανεί ότι στο γαστρεντερικό μας σύστημα υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς που ανιχνεύουν την διάταση του στομάχου και ότι όσο πιο αργός είναι ο ρυθμός κένωσης του στομάχου τόσο πιο έντονο το αίσθημα του κορεσμού και η διάταση του στομάχου. Μια πρόσθετη παράμετρος που φαίνεται ότι επηρεάζει το αίσθημα της πλήρωσης είναι το ιξώδες του περιεχομένου της τροφής. Όσο αυξάνει αυτό, π.χ. με την κατανάλωση μιας παχύρευστης σούπας ή κάποιου ζελέ ή ενός τροφίμου όπως το κόμι γκούαρ, τόσο φαίνεται ότι αυξάνει η αίσθηση πληρότητας. Τα ερεθίσματα πληρότητας που προκαλούνται συσχετίζονται περισσότερο με την περιοχή της στοματικής κοιλότητας και της διαδικασίας της μάσησης. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και ο αρκετά καλά τεκμηριωμένος ρόλος της διατροφικής πρωτεΐνης σε σχέση με τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά. Η πρωτεΐνη συγκριτικά με το λίπος και τους υδατάνθρακες παρέχει τη μεγαλύτερη αίσθηση πληρότητας.
Εκτός από τις παραπάνω παραμέτρους υπάρχει ακόμα μία η οποία ευθύνεται για το φαινόμενο το οποίο είναι ευρύτερα πιο γνωστό ως «η επίδραση των κενών θερμίδων της διατροφής». Το στοιχείο που συνήθως ερευνάται όταν αναφερόμαστε σε αυτού του είδους τις θερμίδες είναι ουσιαστικά ο ρόλος της ενέργειας ενός μικρού γεύματος στο αίσθημα πληρότητας. Φαίνεται λοιπόν πως όσο πιο ενεργειακά υψηλό είναι ένα μικρό γεύμα τόσο πιο μεγάλη ικανότητα κορεσμού έχει. Γι’ αυτό συνήθως οι «κενές θερμίδες» αναφέρονται σε αυτές που προέρχονται από ροφήματα τύπου σόδας. Τα ροφήματα αυτά έχουν χαμηλό ιξώδες, είναι λεπτόρρευστα δηλαδή, αλλά το ενεργειακό τους περιεχόμενο μπορεί να φτάσει μέχρι και τις 500 θερμίδες. Αν συγκριθούν με ένα παχύρευστο ρόφημα χαμηλών θερμίδων π.χ. 100 θερμίδων μπορεί να αποδειχθούν λιγότερο χορταστικά. Συμπερασματικά, μέχρι το όριο των 500 θερμίδων, ένα τρόφιμο μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερο αίσθημα κορεσμού αν έχει μεγάλο ιξώδες, αν δηλαδή είναι παχύρευστο. Για γεύματα μεγαλύτερα των 500 θερμίδων φαίνεται πως η παράμετρος της ενέργειας παίζει ισχυρότερο ρόλο στο αίσθημα κορεσμού. Όμως γεύματα μεγαλύτερα των 500 θερμίδων αρχίζουν να προσεγγίζουν τον ορισμό του κύριου γεύματος και ίσως δεν έχουν τόση σημασία σε μια προσπάθεια ελέγχου της όρεξης και κατ’ επέκταση τους βάρους μας με τη συχνή χρήση χαμηλοθερμιδικών μικρών γευμάτων.
Η έννοια του κορεσμού που προσδίδουν τα τρόφιμα αποκτά ξεχωριστή σημασία όταν επιχειρείται να ενσωματωθεί στην πρόληψη των διατροφικών διαταραχών σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία, την εφηβεία. Τον Αύγουστο του 2016 η αμερικανική παιδιατρική εταιρεία δημοσίευσε τις ανανεωμένες οδηγίες σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε έφηβους που αγωνιούν και καταβάλουν προσπάθειες πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. Οι διατροφικές διαταραχές (νευρογενής ανορεξία, νευρογενής βουλημία και διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας) αποτελούν την τρίτη πιο κοινή χρόνια κατάσταση στους εφήβους μετά την παχυσαρκία και το άσθμα και εμφανίζονται συχνότερα στα κορίτσια. Το πρόβλημα μάλλον παρουσιάζεται από την εφηβική παρερμηνεία του όρου της «υγιεινής διατροφής» και των επακόλουθων «ανθυγιεινών συμπεριφορών» που προκύπτουν.
Οι συμβουλές οι οποίες θα μπορούσαν να δοθούν στους έφηβους και στους γονείς τους από τον ειδικό έχουν περιληπτικά ως εξής:
- Αποθάρρυνση των παράδοξων ή των πολύ περιοριστικών διαιτών, της παράλειψης γευμάτων, της χρήσης χαπιών για απώλεια βάρους, καθαρτικών ή διουρητικών. Αντίθετα, ενθάρρυνση μιας υγιεινής διατροφής και συμπεριφορών που ενισχύουν την φυσική δραστηριότητα (π.χ. το παράδειγμα των γονέων προς τους εφήβους) όχι μόνο προσωρινά αλλά στο διηνεκές. Η εστίαση να γίνεται στον υγιεινό τρόπο ζωής και τις συνήθειες παρά στις επιπλήξεις για το αυξημένο σωματικό βάρος.
- Προώθηση μιας θετικής εικόνας σώματος στα παιδιά και όχι πρόκληση αρνητικών συναισθημάτων για το σωματικό βάρος. Οι ενοχές για το σωματικό βάρος δεν πρέπει να αποτελούν το βασικό επιχείρημα για αλλαγή των διατροφικών συνηθειών.
- Ενθάρρυνση συχνότερων γευμάτων μαζί με την οικογένεια.
- Η συζήτηση που πρέπει να ενθαρρύνεται με την οικογένεια θα πρέπει να εστιάζει στην υγεία, τον υγιεινό τρόπο ζωής, στις συνήθειες που σχετίζονται με αυτόν και την καθημερινή φυσική δραστηριότητα.
- Στην περίπτωση των υπέρβαρων ή παχύσαρκων εφήβων θα πρέπει να γίνει διερεύνηση πιθανότητας κακομεταχείρησης από το οικογενειακό περιβάλλον ή εκφοβισμού και εξαναγκασμού από το σχολικό περιβάλλον.
- Κατά τη διάρκεια προσπάθειας απώλειας βάρους ενός εφήβου θα πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση στην ταυτόχρονη πρόσληψη όλων των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών για την ανάπτυξή του και η αποφυγή των πιθανών συνεπειών της ημιασιτίας που πολλές φορές παρατηρείται.
Ανακεφαλαιώνοντας το δεύτερο μέρος, τα τελευταία 30 χρόνια η συχνότητα εμφάνισης της παιδικής παχυσαρκίας διπλασιάστηκε ενώ της εφηβικής παχυσαρκίας τετραπλασιάστηκε. Οι περισσότεροι έφηβοι που εμφανίζουν κάποια διατροφική διαταραχή δεν είναι προηγουμένως απαραίτητα παχύσαρκοι. Απλά «προσπαθούν να διατραφούν υγιεινά». Πολλοί έφηβοι και γονείς παρερμηνεύουν τα μηνύματα πρόληψης της παχυσαρκίας και αναζητούν ένοχα ή ανθυγιεινά τρόφιμα τα οποία και απαλείφουν εντελώς από την καθημερινή διατροφή του εφήβου. Σε αυτό το κυνήγι μαγισσών φαίνεται πως εντάσσονται και τα τεστ δυσανεξίας που υπόσχονται κατάρτιση μακροσκελούς λίστας παχυσαρκογόνων τροφίμων προς αποφυγή. Ευτυχώς, ξανά τον Άυγουστο του 2016, το ελληνικό Υπουργείο Υγείας προσπάθησε να ξεκαθαρίσει το τοπίο: «Ουδεμία σχέση, τουλάχιστον έως τώρα επιστημονικά τεκμηριωμένη, έχουν οι τροφικές υπερευαισθησίες με το σωματικό βάρος ή το μεταβολικό ρυθμό, τη ρύθμισή του, την απώλεια βάρους και το σχεδιασμό διαιτολογίου με αυτό το σκοπό. Η χρησιμοποίηση των τεστ δυσανεξίας σε προγράμματα απώλειας βάρους δεν έχει καμία επιστημονική βάση, αφενός διότι τα τεστ τα οποία χρησιμοποιούνται δεν έχουν διαγνωστική αξία, αφετέρου διότι οι τροφικές δυσανεξίες δεν σχετίζονται με την απώλεια βάρους» υπογραμμίζεται στην υπουργική απόφαση. Όταν λοιπόν η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας βασίζονται στις σωστές κατευθυντήριες δεν υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Η εστίαση του ειδικού και των γονέων οφείλει να επικεντρώνεται σε έναν υγιέστερο τρόπο ζωής, παρά στο βάρος και την αγωνία που αυτό συνεπάγεται.