Η παχυσαρκία κατά την παιδική και εφηβική ηλικία

Msc. Πλατανίτη Δέσποινα Νέλλη, Διατροφολόγος – Καθ. Φυσικής Αγωγής, Απόφοιτος Χαροκοπείου Πανεπιστημίου – Τ.Ε.Φ.Α.Α. Αθηνών.

Ο κίνδυνος της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας την έχει χαρακτηρίσει ως παγκόσμια επιδημία. Η αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Σε παγκόσμιο επίπεδο το 10% των παιδιών που πηγαίνουν στο σχολείο εκτιμάται ότι είναι υπέρβαρα.

Τα άτομα, που κατά την παιδική τους ηλικία είναι υπέρβαρα έχουν περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν υπέρβαρα όταν γίνουν ενήλικες. Πολλά παχύσαρκα παιδιά και ιδιαίτερα οι παχύσαρκοι έφηβοι έχουν μεγάλες πιθανότητες να παραμείνουν παχύσαρκοι και όταν ενηλικιωθούν, ενώ μάλιστα έχει διαπιστωθεί, ότι το 33% της παχυσαρκίας των εμηλίκων συνδέεται άμεσα με την παιδική παχυσαρκία. Η παχυσαρκία ευθύνεται για την αύξηση των ασθενειών στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, ενώ πλέον αποτελεί την κύρια αιτία θνησιμότητας.

Οι ασθένειες, που μπορούν να προκληθούν λόγω του αυξημένου σωματικού βάρους και της παχυσαρκίας είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης, οι αρθρίτιδες, η οστεοπόρωση και μερικά είδη καρκίνων.

H αύξηση της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους συνεπάγεται ακόμα πιο αρνητικές επιπτώσεις. Παλαιότερες έρευνες συνδέουν την παχυσαρκία των εφήβων με την παχυσαρκία των ενηλίκων. Το να είναι κάποιος υπέρβαρος στην εφηβεία του ίσως να αποτελεί πρόβλεψη για την πρόκληση προβλημάτων υγείας στο μέλλον, ακόμα και για πρόωρο θάνατο. Το σωματικό λίπος των εφήβων σχετίζεται άμεσα με τους κινδύνους πρόκλησης καρδιαγγειακών νοσημάτων στην ενήλικη ζωή.

Πρόσφατες επιδημιολογικές έρευνες για την παχυσαρκία δείχνουν ότι τα κύρια αίτια αυτού του προβλήματος, πρέπει να αναζητηθούν σε περιβαλλοντικούς παράγοντες ή παράγοντες που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των εφήβων. Περιβαλλοντικοί είναι κυρίως οι παράγοντες που συνεισφέρουν στην αύξηση του σωματικού λίπους από την παιδική κιόλας ηλικία. Η κακή διατροφή, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η αύξηση της καθιστικής ζωής, σχετίζονται άμεσα με την αύξηση του σωματικού βάρους. Είναι λογικό ότι εάν ένας άνθρωπος προσλαμβάνει μέσω της διατροφής περισσότερες θερμίδες από όσο πρέπει, ενώ παράλληλα δεν ασκεί φυσική δραστηριότητα προκειμένου να τις καταναλώσει, θα προκληθεί ενεργειακή ανισορροπία (περισσότερες θερμίδες από ότι είναι απαραίτητο), με αποτέλεσμα να αυξηθεί το σωματικό βάρος του.

Στις Η.ΠΑ. η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η κακή διατροφή αποτελούν τους βασικούς λόγους για τους 400.000 θανάτους ετησίως. Το ποσοστό των υπέρβαρων εφήβων στις Η.Π.Α. έχει διπλασιαστεί αν όχι τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Το 16% των παιδιών και των εφήβων ηλικίας 9-19 ετών (περίπου 9 εκατομμύρια) θεωρούνται υπέρβαρα. Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι το 18% των μαθητών σχολείου 13- 17 ετών είναι υπέρβαροι, με αποτέλεσμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζεται επείγουσα ανάγκη όχι μόνο για ενημέρωση των παιδιών και των εφήβων σχετικά με το ζήτημα της παχυσαρκίας αλλά και για τη δημιουργία προγραμμάτων και στρατηγικών για την αντιμετώπισή της.
Η καλή διατροφή συνεισφέρει στη βελτίωση της υγείας των παιδιών και εφήβων, στην αύξηση της μαθησιακής τους ικανότητας, στην καλύτερη απόδοση τους στο σχολείο αλλά και στην μείωση των πιθανοτήτων να νοσήσουν στο μέλλον. Οι ανθυγιεινές συνήθειες που προκαλούν προβλήματα υγείας αποκτώνται από τα πρώτα στάδια της ζωής, τα παιδιά που έχουν υιοθετήσει κακές διατροφικές συνήθειες τις διατηρούν και στην υπόλοιπη ζωή τους.

Η σωστή διατροφή λοιπόν επηρεάζει δραστικά την υγεία των ανθρώπων, οι οποίοι εάν μάθουν να τρώνε σωστά θα μπορέσουν να αποφύγουν πολλές ασθένειες. Ο συνδυασμός της υγιεινής διατροφής και της φυσικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας συνεισφέρει στην κοινωνική, πνευματική και σωματική ανάπτυξη των νέων, ενώ παράλληλα τους βοηθάει να ανταποκριθούν στις καθημερινές δραστηριότητές τους, καθώς και στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής τους και την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας τους.

Οι νέοι που έχουν μάθει να έχουν υγιεινές διατροφικές συνήθειες, ενθαρρύνονται στο να έχουν φυσική δραστηριότητα, να αποφεύγουν το κάπνισμα, να ελέγχουν το άγχος, ενώ επίσης έχουν λιγότερες πιθανότητες να ασθενήσουν από χρόνια νοσήματα όταν ενηλικιωθούν.

Η διατροφική εκπαίδευση είναι το κλειδί για την προώθηση της υγιεινής διατροφής και της φυσικής δραστηριότητας, και για αυτούς τους λόγους πρέπει να ξεκινά από τα πρώτα στάδια της ζωής.

Η δημιουργία και η δοκιμή νέων προγραμμάτων παρέμβασης, κάνοντας χρήση νέων προσεγγίσεων σχετικά με τη συμπεριφορά, νέων μεθόδων διδασκαλίας, και συμβουλευτικής σε θέματα διατροφής και αγωγής της υγείας, βοηθούν σημαντικά τα παιδιά και τους εφήβους στο να υιοθετήσουν υγιεινές διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές, με σκοπό να τις διατηρήσουν εφ’ όρου ζωής. Κατά τη βρεφική περίοδο και την παιδική ηλικία, το οικογενειακό περιβάλλον θα διδάξει και θα καλλιεργήσει τις διατροφικές προτιμήσεις στα παιδιά. Καθώς όμως αυτά αναπτύσσονται και γίνονται έφηβοι, το σχολικό περιβάλλον, οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές, το προσωπικό του σχολείο, τα ΜΜΕ, οι υπεύθυνοι των κοινωνικών υπηρεσιών, η οικογένεια, η κοινότητα, το μάθημα της φυσικής αγωγής, οι υπεύθυνοι για τη σίτιση στο σχολείο και η διδασκαλία της αγωγής υγείας, θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τη διατροφική συμπεριφορά των εφήβων, ενώ παράλληλα οι παράγοντες αυτοί θα συμβάλλουν στον επιτυχή σχεδιασμό προγραμμάτων παρέμβασης για την αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς τους.

Είναι πλέον ένας από τους μύθους του σύγχρονου κόσμου το γεγονός ότι τα θέματα υγείας αντιμετωπίζονται κυρίως από προσωπική πρωτοβουλία. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι τρόποι συμπεριφοράς στηρίζονται στα κοινωνικά πρότυπα που επικρατούν και ενισχύονται από τις πληθυσμιακές ομάδες. Σπάνια αποτελεί κίνητρο για την αλλαγή συμπεριφοράς μόνο η γνώση για την υγεία. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί θετική μεταβολή στα μεγάλα προβλήματα υγείας όπως, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η υπέρταση κ.α. είναι απαραίτητο να γίνει μια προσέγγιση για τη δημόσια υγεία, που να περιλαμβάνει στρατηγικές, οι οποίες θα αφορούν ομάδες ανθρώπων και όχι απλώς εξατομικευμένα προγράμματα.