Η παθοφυσιολογία του stress και οι συνέπειες του. (Μέρος 2ο)

Γεώργιος Π. Χρούσος, ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας στο ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Υγείας Μητέρας, Παιδιού, και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής έδρας UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής. [email protected]

Eχοντας εργαστεί στη βιοϊατρική έρευνα για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, έφτασα στο τελικό συμπέρασμα, και χωρίς καμία υπερβολή, ότι η σημασία του στρες στην ανθρώπινη φυσιολογία και παθολογία είναι καθολική και τεράστια, και ότι ο έλεγχός του θα μπορούσε να αλλάξει ραγδαία την ανθρώπινη κοινωνία και τον ρουν της ιστορίας της. Αλλά κατ’ αρχάς, ας ορίσουμε το στρες επιστημονικά. Το στρες είναι η διαταραχή της «ομοιόστασης», δηλαδή της δυναμικής μας ισορροπίας, η οποία διατηρείται χρησιμοποιώντας ενέργεια, που είναι κυρίως η τροφή μας. Κάθε απειλή κατά της ομοιόστασής μας είναι ένα «στρεσογόνο ερέθισμα» –που μπορεί να είναι πραγματικό ή αντιλαμβανόμενο– και κάθε διορθωτική κίνηση του οργανισμού μας είναι μια «προσαρμοστική αντίδραση». Οι έννοιες αυτές είναι βασικές και πολύ παλαιές, εκτείνονται πολύ πέραν της ιατρικής και μας έρχονται από την αρχαία Ελλάδα. Σ’ αυτές βασίστηκε η ιπποκρατική ιατρική, σ’ αυτές βασίζεται και η σύγχρονη δυτική ιατρική. Η ομοιόσταση και το ελεγχόμενο διορθωτικό στρες αντανακλούν την υγεία, ενώ το υπερβολικό ή παρατεταμένο (χρόνιο) στρες είναι δυνητικά νοσογόνα.

Κατά τη διάρκεια του στρες, όταν αυτό ξεπεράσει κάποιον ουδό που είναι διαφορετικός για τον κάθε άνθρωπο, ο οργανισμός μας ενεργοποιεί το θεμελιώδες για τη ζωή σύστημα του στρες. Αυτό παράγει χημικούς μεσολαβητές, οι οποίοι αποτελούν μέρος της προσαρμοστικής αντίδρασης και οι οποίοι μας βοηθούν να αντεπεξέλθουμε στην κάθε δυσκολία. Αυτά τα μόρια δρουν στον εγκέφαλο και στο υπόλοιπο σώμα μας, αλλάζοντας τις διανοητικές και φυσιολογικές μας λειτουργίες, έτσι ώστε να υπερβούμε τον σκόπελο του στρεσογόνου ερεθίσματος και να επανέλθουμε στην υγιή ομοιόσταση. Υπάρχουν τρεις δυνατές αρχέγονες αντιδράσεις του οργανισμού μας σε ένα στρεσογόνο ερέθισμα. Η πάλη, η φυγή και το πάγωμα (fight, flight and freezing). Οι δύο πρώτες είναι ενεργητικές, η τρίτη φαινομενικά παθητική, και οι τρεις πολύ σημαντικές για την επιβίωση.

Γενικά, το ελεγχόμενο στρες είναι συνήθως βραχείας διάρκειας και μπορεί να είναι αδιάφορο ή ακόμα και ωφέλιμο (eustress) για τον οργανισμό, ο οποίος βέβαια μετά το στρες επανέρχεται στην πρότερη φυσιολογική του ομοιόσταση. Ας σημειωθεί ότι το ελεγχόμενο στρες βραχείας διάρκειας προκαλεί και διέγερση του συστήματος της αμοιβής, δημιουργώντας αισιοδοξία και κινητοποίηση για την αντιμετώπιση του στρεσογόνου ερεθίσματος. Αντίθετα, το υπερβολικό ή παρατεταμένο στρες πολλές φορές συνδυάζεται με καταστολή του συστήματος της αμοιβής και ψυχική δυσφορία, και μπορεί να βλάψει τον οργανισμό όχι μόνο κατά τη διάρκειά του, αλλά και μετά, όταν αυτό έχει ήδη ξεπεραστεί (distress). Η ικανότητα ενός ανθρώπου να αντιμετωπίζει επιτυχώς το στρες με σχετική ευκολία, τόσο στον βαθμό όσο και στη διάρκεια της προσαρμοστικής αντίδρασης, λέγεται «ψυχοσωματική ανθεκτικότητα» ή, στα αγγλικά, resilience.

Oι κύριοι ορμονικοί μεσολαβητές του στρες, πχ. η κορτιζόλη και οι κατεχολαμίνες νορεπινεφρίνη, επινεφρίνη και ντοπαμίνη, καθώς και άλλοι, που βοηθούν τον οργανισμό να αντεπεξέλθει στο στρες, είναι οι ίδιοι που τον βλάπτουν όταν εκκρίνονται σε υπερβολική ποσότητα ή παρατεταμένα. Η ερώτηση είναι, γιατί; Η απάντηση είναι ότι φτιάχτηκαν για έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον σημερινό. Εναν κόσμο με πιο οξέα προβλήματα, που απαιτούσαν κυρίως οξείες προσαρμοστικές αντιδράσεις σε συγκεκριμένα στρεσογόνα ερεθίσματα.

Από τα βάθη των αιώνων, το στρες είναι που καθόρισε, μέσω της γενετικής μας εξέλιξης (evolution), τον σημερινό άνθρωπο ως είδος, με τη φυσιολογία του, τη συμπεριφορά του, ακόμα και την παθολογία του. Δηλαδή, η γενετική και το περιβάλλον μαζί προγραμμάτησαν το είδος μας να είναι έτοιμο για μελλοντικά στρεσογόνα ερεθίσματα, που φυσικά «προβλέφθηκαν» με βάση τη μακρόχρονη εμπειρία του είδους. Ποια ήταν αυτή; Ποιοι πρόγονοί μας πέρασαν επιτυχώς μέσα από τις κύριες «στενωπούς» του στρες του παρελθόντος που είναι οι εξής: ο λιμός, η αφυδάτωση, οι βλαπτικές ουσίες (λοιμώδεις και μη), οι εχθροί, οι τραυματισμοί και η διάσπαση των κοινωνικών δεσμών. Τι προστατευτικές ικανότητες διέθεταν; Μία προς μία η αντιστοιχία τους με την προστατευτική ιδιότητα είναι και η σύγχρονη παθολογία: κατακράτηση θερμίδων = παχυσαρκία, κατακράτηση νερού και ηλεκτρολυτών = υπέρταση, ισχυρή ανοσία = αυτοάνοσες και αλλεργικές παθήσεις, επαγρύπνηση και ελαχιστοποίηση του κινδύνου = άγχος, αϋπνία και κατάθλιψη, προστασία των ιστών = σύνδρομα χρόνιας κόπωσης και πόνου, κοινωνική συνοχή και συνεργασία = όλες οι ανήθικες, ανέντιμες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, όπως φανατισμός, ρατσισμός, εθνικισμός, μακιαβελισμός κ.ά. Με λίγα λόγια, όλα τα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», και όχι μόνον, τα οποία ταλάνιζαν και ταλανίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Ενα εν πολλοίς αντίστοιχο φαινόμενο, που για το άτομο το αποκαλούμε «ανάπτυξη» (development), λαμβάνει χώρα και στη μικρή χρονική κλίμακα μιας ανθρώπινης ζωής ή το πολύ στον χρόνο δύο έως τεσσάρων γενεών. Τα ίδια στρεσογόνα ερεθίσματα «στενωποί» που πλάθουν το είδος πλάθουν, μέσω της επιγενετικής διαδικασίας, και το άτομο, για έναν κόσμο που προβλέπεται σαν άμεσα «στρεσογόνος». Πράγματι, στις ιδιαίτερα ευάλωτες εμβρυϊκή και πρώτη παιδική (προσχολική) ηλικία, καθώς και στην εφηβεία, το περιβάλλον επιτάσσει αλλαγές στον οργανισμό μας, που εγκαθίστανται στο γονιδίωμά μας για μεγάλο χρόνο ή ακόμα και για όλη μας τη ζωή και μας προδιαθέτουν στις σύγχρονες χρόνιες μη μεταδιδόμενες νόσους, και όχι μόνον.