Εκπαίδευση ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στην έναρξη αγωγής με ινσουλίνη

Μελισσουργού Μαρίνα,Επικέπτρια Υγείας
Τμήμα Ενδοκρινολογίαςκαι Μεταβολισμού,Διαβητολογικό Κέντρο
Γ.Ν.Α «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»
[email protected]
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μία χρόνια νόσος όπου οι ασθενείς θα πρέπει να συμμετέχουν στη διαχείριση της υγείας τους με αποτέλεσμα την καλύτερη ποιότητα ζωής των ίδιων και του οικογενειακού περιβάλλοντός τους. Η διαδικασία αυτή βέβαια μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνεχή εκπαίδευση των ίδιων των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη. Η θεραπευτική ομάδα (γιατρός, επισκέπτρια υγείας, νοσηλεύτρια, διαιτολόγος, ψυχολόγος) θα έχουν ένα κοινό τρόπο προσέγγισης ώστε να δημιουργείται αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ ομάδας και ασθενή.
Εμπόδια στην έναρξη ινσουλινοθεραπείας

Όσον αφορά την έναρξη της ινσουλινοθεραπείας υπάρχει μία καθυστέρηση τόσο από την πλευρά των ασθενών αλλά και από την πλευρά των επαγγελματιών υγείας. Σύμφωνα με τη μελέτη DAWN τα εμπόδια που συμβάλλουν στην έναρξη της αγωγής με ινσουλίνη είναι κυρίως ψυχοκοινωνικά.

Το 48% των ασθενών πιστεύουν ότι δεν ακολούθησαν σωστά τη θεραπεία τους, το 57% ανησυχεί για την έναρξη της ινσουλίνης, το 1/6 των ατόμων με διαβήτη πιστεύει ότι η θεραπεία με ινσουλίνη είναι περίπλοκη ενώ μόνο το 23% πιστεύει ότι η ινσουλίνη θα τους βοηθήσει στην καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση.

Από την πλευρά των επαγγελματιών υγείας υπάρχει καθυστέρηση στην έναρξη της ινσουλίνης γιατί χρησιμοποιούν την ινσουλίνη ως απειλή για την καλύτερη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος αλλά και λόγω έλλειψης χρόνου και εμπειρίας για τη χρήση της ινσουλίνης.

 

Πως θα βοηθήσουμε τον ασθενή να προετοιμαστεί για να ξεκινήσει αγωγή με ινσουλίνη.

Η θεραπευτική ομάδα θα οργανώσει ένα πρόγραμμα που θα υλοποιείται κατά βήματα ή στάδια τα οποία θα αυξάνουν την υπευθυνότητα των ασθενών και θα περιλαμβάνουν ενίσχυση και υποστήριξη. Το πρόγραμμα εκμάθησης, η ταχύτητα της εκπαίδευσης και η ευθύνη που αποδίδεται στον ασθενή εξατομικεύεται λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως οι κλινικές συνθήκες, η ηλικία, η απασχόληση, το οικογενειακό και πολιτισμικό περιβάλλον. Στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που ξεκινούν θεραπεία με ινσουλίνη οι πληροφορίες που θα δώσουμε θα τις χρειάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και είναι σίγουρο ότι θα θυμούνται την πρώτη χορήγηση ινσουλίνης αλλά και τα συναισθήματα εκείνης της ημέρας. Έτσι για να αποδεχτούν την αγωγή με ινσουλίνη θα πρέπει να δημιουργήσουμε μία φιλική ατμόσφαιρα ως προς την εκπαίδευση και να τους δώσουμε την ευκαιρία να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους όσον αφορά τη νέα θεραπεία τους. Τα συναισθήματα αυτά που μπορεί να είναι θυμός, άρνηση ή μη αποδοχή, φόβος για την ίδια τη διαδικασία της ένεσης, φόβος για τις συνέπειες των ενέσεων της ινσουλίνης, θα πρέπει να εντοπίζονται από τη θεραπευτική ομάδα είτε εκφράζονται είτε όχι από τους ασθενείς και ανάλογα να αναλύονται. Με απλά και κατανοητά λόγια θα τους εξηγήσουμε γιατί χρειάζονται την ινσουλίνη για το υπόλοιπο της ζωής τους και θα προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε προκαταλήψεις τους όπως ” ο πόνος της ένεσης και η φοβία της βελόνας, η επιδείνωση του διαβήτη, ο κίνδυνος της υπογλυκαιμίας, η αύξηση του σωματικού βάρους, ο περιορισμός στη κοινωνική δραστηριότητα και η αλλαγή των αισθημάτων του περιβάλλοντός τους”.
Η εκπαίδευση κατά την έναρξη της ινσουλινοθεραπείας θα αφορά:

  • την κατάλληλη τεχνική για τη χορήγηση ινσουλίνης
  • τα κατάλληλα σημεία των ενέσεων
  • τη συντήρηση και τη μεταφορά της ινσουλίνης
  • την τήρηση του διαιτολογίου
  • το πρόγραμμα αυτοελέγχου και την καταγραφή των μετρήσεων
  • την υπογλυκαιμία ( πρόληψη και αντιμετώπιση)

 

Η χορήγηση της ινσουλίνης μπορεί να γίνει με:

  • Σύριγγες ινσουλίνης (1ml, 0.5 ml, 0.3 ml). Η επιλογή της σωστής σύριγγας παίζει σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του σακχαρώδη διαβήτη διότι συνδέεται με την ακρίβεια της χορηγούμενης δόσης.
  • Πένες ινσουλίνης συσκευές είτε περιορισμένης χρήσης που δέχονται ανταλλακτικά φυσίγγια με την ινσουλίνη τα οποία πετιούνται όταν αυτά τελειώνουν είτε πολλαπλών χρήσεων οι οποίες απορρίπτονται όταν τελειώσει η ινσουλίνη. 
  • Αντλίες συνεχούς υποδόριας έγχυσης ινσουλίνης

 

Η πένα ινσουλίνης είναι καλύτερη για τον ασθενή εάν χρησιμοποιεί έναν τύπο ινσουλίνης ή έτοιμο μείγμα, δεν θέλει να μεταφέρει πάρα πολλά πράγματα, καταλαβαίνει τη λειτουργία της συσκευής, θέλει μια διακριτική συσκευή χορήγησης με απλοποιημένους χειρισμούς χορήγησης.
Παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση της ινσουλίνης είναι το βάθος του υποδόριου ιστού, η τεχνική χορήγησης της ινσουλίνης και οι περιοχές διενέργειας ενέσεων ινσουλίνης.
Το βάθος του υποδόριου ιστού

Με βελόνες μήκους 12,7 mm υπάρχει κίνδυνος να διαπεραστεί ο υποδόριος ιστός και η ένεση να γίνει ενδομυικά. Η ενδομυική χορήγηση ινσουλίνης μπορεί να επιταχύνει την απορρόφηση της ινσουλίνης και να προκαλέσει υπογλυκαιμία ενώ η ενδοδερμική χορήγηση μπορεί να προκαλέσει διαρροή ινσουλίνης, πόνο ή ακόμα ανοσολογική αντίδραση. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές υποδόριου ιστού ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες.
Οδηγίες για την κατάλληλη τεχνική χορήγησης ινσουλίνης

Πριν από κάθε χρήση θα γίνετε έλεγχος ροής για να εξασφαλισθεί η σωστή δόση ινσουλίνης.

Ανακινούμε την πένα 10 φορές πάνω-κάτω ώστε η θολή ινσουλίνη να είναι πλήρως αναμεμειγμένη.

Χρησιμοποιούμε βελόνα κατάλληλου μήκους και εφαρμόζουμε δερματοπτυχή ανάλογα έτσι ώστε να διασφαλίζουμε υποδόρια χορήγηση ινσουλίνης.

Κρατάμε το έμβολο της πένας πατημένο τουλάχιστον 10 -15sec μετά τη χορήγηση ινσουλίνης.

Ελέγχουμε την ποσότητα ινσουλίνης που έχει απομείνει στο φιαλίδιο.

Εναλλάσουμε τα σημεία έγχυσης κάθε φορά που κάνουμε την ένεση ινσουλίνης και μετακινούμε το σημείο χορήγησης περίπου 3cm σε κάθε ένεση.

Δεν απαιτείται οινόπνευμα εφόσον η περιοχή είναι καθαρή και δεν χρειάζεται τρίψιμο το σημείο της ένεσης.

Χρησιμοποιούμε τις βελόνες μόνο μία φορά και μετά από κάθε ένεση αφαιρούμε και απορρίπτουμε τη βελόνα.

 

Οι σύριγγες και βελόνες δεν πρέπει να ξαναχρησιμοποιούνται γιατί η μύτη αμβλύνεται, λυγίζει, παίρνει τη μορφή αγκίστρου και μπορεί να σπάσει ενώ η παραμορφωμένη βελόνα μπορεί να σκίσει τον ιστό και να προκληθεί μικροτραυματισμός. Επίσης η λίπανση της βελόνας μετά την πρώτη χρήση έχει χαθεί και η χορήγηση γίνεται πιο επώδυνη ενώ το σημείο χορήγησης μπορεί να αιμορραγεί ή να μελανιάζει.

Αρκετή ζημιά υπάρχει στη βελόνα μετά από μία και μόνο χρήση.
Οι βελόνες δεν πρέπει να μένουν επάνω στις πένες διότι είναι πιθανόν να επηρεαστεί η ποσότητα της δόσης της ινσουλίνης, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πέρασμα αφήνοντας την ινσουλίνη να διαρρεύσει, φυσαλίδες αέρα μπορεί να εισέλθουν στο φιαλίδιο,αυξάνονται οι πιθανότητες μόλυνσης ενώ αυξάνονται και οι πιθανότητες εμφάνισης λιποδυστροφικών εξογκομάτων ή κοιλωμάτων.

 

Ποια βελόνα όμως επιλέγουμε; Η επιλογή σωστού μήκους βελόνας και σωστής τεχνικής μας επιτρέπει να εγχύουμε με ασφάλεια στον υποδόριο ιστό.

 

Οι κοντές βελόνες (4 – 6 mm)είναι χρήσιμες για τα παιδιά και τους εφήβους, τους ενήλικες ασθενείς με φυσιολογικό βάρος που δεν χρησιμοποιούν την τεχνική της πτυχής για τη χορήγηση της ινσουλίνης και για τους ασθενείς που ξεκινούν θεραπεία με ινσουλίνη.
Οι κοντές βελόνες των 4mm υπερτερούν στην προτίμηση των ασθενών γιατί είναι κατασκευασμένες με ειδικής χειρουργικής ποιότητας ανοξείδωτο ατσάλι, καλύπτονται από πολυμερή σιλικόνη κάνοντας την ένεση πιο ανώδυνη, μειώνουν τον κίνδυνο ενδομυικής χορήγησης, κάνουν απλή την τεχνική της ένεσης με κάθετη και μόνο χορήγηση και παρέχουν ευκολία και αξιοπιστία.

Οι κοντές βελόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του φόβου της βελόνας και της ένεσης γιατί μοιάζουν λιγότερο απειλητικές κι έτσι βοηθούν στη συμμόρφωση του ασθενή βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα ζωής.

 

Για να μην πονάει η ένεση ινσουλίνης θα πρέπει να προσέχουμε η μύτη της βελόνας στη σύριγγα ή στην πένα να κοιτάει προς τα έξω και όχι προς το δέρμα, η βελόνα να μπαίνει γρήγορα προς το δέρμα και να χρησιμοποιείται κάθε φορά καινούργια βελόνα για την πένα ή τη σύριγγα.
Οι περιοχές στις οποίες διενεργείται η ένεση ινσουλίνης είναι η κοιλιακή χώρα (ταχείας δράση ινσουλίνη), η προσθιοπλάγια επιφάνεια μηρού (μακράς και ενδιάμεσης δράσης ινσουλίνη), πλάγια και έξω επιφάνεια του άνω βραχίονα (ταχείας δράση ινσουλίνη) και οι γλουτοί (ενδιάμεσης και μακράς δράσης ινσουλίνη).
Είναι σημαντικό να δοκιμάζουμε την ένεση μπροστά στον ασθενή για να εξοικειωθεί ευκολότερα με την ιδέα της ένεσης, να πεισθεί ευκολότερα ότι η ένεση δεν πονάει, να ξεπερασθεί η φοβία αν υπάρχει και να μάθει γρηγορότερα την τεχνική της ένεση.
Γενικές οδηγίες για την ινσουλίνη

Οι ασθενείς πρέπει να έχουν πάντα μία επιπλέον πένα διαθέσιμη σε περίπτωση που η πένα τους χαθεί ή καταστραφεί.

Οι πένες ή οι βελόνες δεν πρέπει να ανταλάσσονται μεταξύ των ασθενών.

Οι χρησιμοποιημένες βελόνες, σύριγγες και άδειες πένες πρέπει να πετιούνται στα ειδικά δοχεία απόρριψης αιχμηρών αντικειμένων.

 

Η σωστή συντήρηση και μεταφορά της ινσουλίνης είναι απαραίτητες για τη καλή ρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη. Οι πένες και τα φιαλίδια που είναι στη συσκευασία τους πρέπει να διατηρούνται στο ψυγείο.

Να μη χρησιμοποιείται η ινσουλίνη αν έχει καταψυχθεί.

Οι πένες ή τα φιαλίδια που χρησιμοποιούνται να διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου (έως 25C) για ένα μήνα και μακριά από θερμότητα και ηλιακό φως.

Να ελέγχεται η ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη συσκευασία της πένας ή των φιαλιδίων και να μη χρησιμοποιούνται μετά από αυτή την ημερομηνία.

Οι πένες ή οι σύριγγες σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού πρέπει να βρίκονται στις χειραποσκευές και όχι στις αποσκευές γιατί εκεί καταψύχονται.

Να χρησιμοποιείται νωπό πανί για τον καθαρισμό της πένας και όχι σαπούνι ή απορρυπαντικό κάθε είδους.

Η Επισκέπτρια Υγείας με τα άλλα μέλη της θεραπευτικής ομάδας με υπομονή,κατανόηση και ανεκτικότητα επειδή καμία ένεση δεν είναι ευχάριστη θα βοηθήσουν τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη να αποκτήσουν δεξιότητες όπως η χρήση των συστημάτων χορήγησης ινσουλίνης με σκοπό την καλή γλυκαιμική ρύθμιση αλλά και την καλύτερη ποιότητα ζωής τους.