Α. Βρυωνίδου-Μπομποτά,
Επιμελήτρια Α, Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού
Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»
Σήμερα, πολλές γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας εμπλέκονται σε κάποιο είδος άσκησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, βελτίωση της φυσικής κατάστασης, καλύτερο έλεγχο του σωματικού βάρους, ενδυνάμωση του μυοσκελετικού συστήματος και μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Εντούτοις, έχει διαπιστωθεί ότι η έντονη και επίπονη άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε αμηνόρροια ή υπογονιμότητα και εάν ξεκινήσει σε μικρή ηλικία, σε καθυστέρηση της εφηβείας και της εμμηναρχής.
Η εμφάνιση φυσιολογικής εμμήνου ρύσεως (Ε.Ρ) στις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας αποτελεί την ολοκληρωμένη έκφραση του τέλειου συγχρονισμού και λειτουργίας του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-ωοθήκες (Υ-Υ-Ω), όπως αυτή αντανακλάται με τη δράση των στεροειδών των ωοθηκών στο τελικό όργανο-στόχο, το ενδομήτριο. Η φυσιολογική λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος προϋποθέτει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητα του άξονα Υ-Υ-Ω.
Η λειτουργία των ωοθηκών ρυθμίζεται από τις γοναδοτροφίνες που εκκρίνονται από την υπόφυση και οι οποίες με τη σειρά τους ρυθμίζονται από τον υποθάλαμο, μέσω της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροφινών (GnRH). Οι γοναδοτροφίνες εκκρίνονται κατά ώσεις, των οποίων ο αριθμός και το εύρος μεταβάλλεται στις διάφορες φάσεις του εμμηνορρυσιακού κύκλου. Σημαντικό ρόλο στις μεταβολές της έκκρισης των γοναδοτροφινών διαδραματίζουν οι ωοθηκικές ορμόνες αλλά και διάφοροι άλλοι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στον υποθάλαμο και μέσω νευρομεταβιβαστών ή νευροπεπτιδίων τροποποιούν την έκκριση της GnRH. Έτσι διατροφικές παρεκκλίσεις (απώλεια ή αύξηση βάρους), ψυχολογικό ή συναισθηματικό stress, χρόνια ή σοβαρά νοσήματα και σωματικό stress με τη μορφή της έντονης άσκησης (πρωταθλητισμός) έχουν σαν αποτέλεσμα διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου, στα πλαίσια προσαρμογής του οργανισμού (adaptation) στις ανωτέρω καταστάσεις.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του stress στο αναπαραγωγικό σύστημα έχουν περιγραφεί ήδη από τον 5ο π.Χ αιώνα, από τον Ιπποκράτη και αφορούσαν την εμφάνιση αμηνόρροιας μετά από έντονη ψυχική ή σωματική καταπόνηση και υποσιτισμό. Σήμερα, αυτές οι παρατηρήσεις έχουν πλέον γίνει κατανοητές χάρη στη πληθώρα μελετών γύρω από τις αλληλεπιδράσεις του stress και του αναπαραγωγικού συστήματος.
Οι διαταραχές του εμμηνορρυσιακου κύκλου είναι συχνές σε αθλήτριες λόγω της τακτικής και επίπονης άσκησης. Συχνά εμφανίζεται καθυστέρηση της εμμηναρχής ,ανεπάρκεια της ωχρινικής φάσης, αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια και υπογονιμότητα. Η επίπτωση της αμηνόρροιας ποικίλλει από 5-20% στις αθλήτριες της κολύμβησης και της ποδηλασίας αλλά μπορεί να φτάσει στο 40-50% σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων, σε επαγγελματίες χορεύτριες μπαλέτου ή αθλήτριες ενόργανης γυμναστικής. Αποκατάσταση των διαταραχών του κύκλου εμφανίζεται στα μεσοδιαστήματα των προπονήσεων.
Η αιτιολογία των ανωτέρω διαταραχών φαίνεται ότι είναι πολυπαραγοντική, οφειλόμενη τόσο σε αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο και ελαττωμένο ποσοστό λίπους σώματος όσο και στο stress, κατά τη διάρκεια των εντατικών προπονήσεων. Από μελέτες όπου συγκρίθηκαν αθλήτριες με φυσιολογική Ε.Ρ και αθλήτριες με αμηνόρροια διαπιστώθηκε ότι οι τελευταίες είχαν χαμηλότερα επίπεδα GnRH, LH και οιστρογόνων.
Στις αθλήτριες με αμηνόρροια, η υπάρχουσα υπο-οιστρογοναιμία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης υπογονιμότητας, ατροφίας του κόλπου και των μαστών, οστεοπενίας και πιθανά μακροπρόθεσμα, καρδιαγγειακής νόσου. Γι’ αυτό συνιστάται, αφού αποκλειστούν οργανικά αίτια της αμηνόρροιας, αρχικά η αύξηση της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης και σε περίπτωση μη επανόδου της Ε.Ρ, η χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης με οιστρογόνα. Ακόμα, για τον κίνδυνο της οστεοπόρωσης συνιστάται η λήψη συμπληρώματος ασβεστίου και βιταμίνης D.