Πώς επιδρά το λίπος της τροφής στα καρδιαγγειακά νοσήματα; Τελευταία νέα από το 8ο συνέδριο DIETS της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Διαιτολόγων
Βίκυ Πυρογιάννη, MSc, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
[email protected]
Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του 8ου συνεδρίου DIETS της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Διαιτολόγων (EFAD), ήταν η επίδραση του λίπους της τροφής στα καρδιαγγεικά νοσήματα. Ο Καθηγητής Αντώνης Ζαμπέλας, Καθηγητή του τμήματος Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσίασε όλα τα πρόσφατα δεδομένα με σκοπό να αποσαφηνίσει το τι πραγματικά ισχύει, μετά και από την αναστάτωση που προκάλεσαν πρόσφατα δημοσιεύματα σχετικά με τα κορεσμένα λιπαρά της διατροφής μας, και να καταρρίψει μύθους και παραφιλολογίες.
Παγκοσμίως, δεν φαίνεται να καταναλώνουμε το «καλό λίπος», στο βαθμό που συστήνεται. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα σχεδόν το 90% του πληθυσμού καταναλώνει >10% κορεσμένο λίπος (σε σχέση με ότι λένε οι κατευθυντήριες οδηγίες) και περίπου το 40% του πληθυσμού καταναλώνει <6% πολυακόρεστα (αντίθετα από τις συστάσεις).
Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα τελευταία δεδομένα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δείχνουν ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η σημαντικότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως και μάλιστα προβλέπεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει ίδια μέχρι και το 2030. Η ποιότητα και η ποσότητα του λίπους που περιέχεται στη διατροφή μας θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς τροποποιήσιμους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της νόσου. Συγκεκριμένα, τα μακράς αλύσου κορεσμένα λιπαρά οξέα θεωρείται ότι αυξάνουν τη χοληστερίνη, αυξάνοντας κατά συνέπεια και τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο κάτι που είχε ήδη φανεί από τη μελέτη των 7 χωρών. Ωστόσο, 2 πολύ πρόσφατες μελέτες, μία κλινική μελέτη και μία μετα-ανάλυση, αμφισβήτησαν αυτή τη συσχέτιση, προσπαθώντας να “αθωώσουν” τα κορεσμένα λιπαρά.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη, από τη μία μεριά τη συντριπτική πλειοψηφία των επιστημονικών δεδομένων και από την άλλη τα προβλήματα στο σχεδιασμό των 2 μελετών που αναφέρθηκαν παραπάνω, η σύσταση (σύμφωνα και με την Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρία) εξακολουθεί να είναι η μείωση πρόσληψης κορεσμένου λίπους και η παράλληλη αύξηση της πρόσληψης πολυακόρεστων λιπαρών οξέων.
Ένα ακόμα φλέγον ζήτημα που έθιξε ο Δρ. Ζαμπέλας είναι η επίδραση του αυγού στη χοληστερίνη. Η επίδραση του κρόκου του αυγού είναι υπό συζήτηση λόγω μίας συσχέτισης που βρέθηκε μεταξύ κρόκου αυγού και σχηματισμού πλάκας στην περιοχή της καρωτίδας. Όμως, σύμφωνα και με τον Δρ. Αντώνιο Ζαμπέλα, η σχέση μεταξύ κατανάλωσης αυγού και καρδιαγγειακών είναι τελικά ασθενής έως ανύπαρκτη. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι αν μειώσουμε κατά 100mg/ημέρα τη διαιτητική χοληστερόλη (περίπου όσο μισός κρόκος αυγού), τότε θα περιμένουμε μία μείωση της τάξης των 0,10mol/l χοληστερόλης στον ορό, κάτι που δεν έχει καμία κλινική σημασία για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Κατέληξε λέγοντας ότι δεν είναι απαγορευτική η κατανάλωση αυγού από άτομα με υψηλή χοληστερίνη αρκεί φυσικά να ακολουθούν ένα συνολικά ισορροπημένο τρόπο διατροφής.
Τέλος, συζητήθηκε και η πρόσληψη των ω-3 λιπαρών οξέων και ο ρόλος τους στα καρδιαγγεικά νοσήματα. Ο καθηγητής Α. Ζαμπέλας επεσήμανε ότι, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης Καρδιολογικής εταιρίας η πρόσληψη ω – 3 λιπαρών οξέων μέσα από την κατανάλωση ψαριών, θα πρέπει να αποτελεί, οπωσδήποτε, σύσταση για την πρωτογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Συνοπτικά, δηλαδή, δεν έχει σημασία μόνο η μείωση της πρόσληψης κορεσμένου λίπους μεμονωμένα, αλλά η αντικατάστασή τους από πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, στο πλαίσιο μιας συνολικά ισορροπημένης διατροφής.