Η αναζήτηση εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών σε νοσηλευτικά ιδρύματα μεγάλων πόλεων από κατοίκους της υπαίθρου η επαρχιακών πόλεων αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο χαρακτηριστικό της παθογένειας της παροχής υγειονομικής περίθαλψης στη Χώρα μας. Αν και η έκτασή του έχει σημαντικά μειωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω κυρίως της δημιουργίας μεγάλων νοσηλευτικών μονάδων και ιατρικών σχολών σε αστικά κέντρα, συνεχίζει να υπάρχει με συνέπεια αυξημένο όγκο δουλειάς και πληρότητα νοσηλευτικών κλινών στα νοσοκομεία του κέντρου ενώ τα επαρχιακά δέχονται λιγότερα περιστατικά σε σχέση με το πληθυσμό που καλύπτουν.
Η σημαντικότερη αιτία αυτού του φαινομένου είναι η κοινά αποδεκτή από τους καταναλωτές των υπηρεσιών υγείας άποψη ότι καλή περίθαλψη είναι η εξειδικευμένη περίθαλψη. Ο γιατρός του αγροτικού ιατρείου, του κέντρου υγείας, ο γενικός η οικογενειακός γιατρός, αυτός που παλιά λεγόταν παθολόγος, τοποθετείται από πλευράς εκπαίδευσης και επιστημονικής ικανότητας χαμηλότερα από τον εξειδικευμένο γιατρό του μεγάλου νοσοκομείου του κέντρου. Επί πλέον τα διαγνωστικά μέσα, όπως μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας που λειτουργούν μόνο σε μεγάλα η εξειδικευμένα ιατρικά τμήματα ,θεωρούνται από τους ασθενείς ότι είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της πάθησής τους και ότι τα απλά ακουστικά η έστω ένας ηλεκτροκαρδιογράφος η ακτινολογικό μηχάνημα δεν προσφέρουν τα εχέγγυα για μια σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος που πιθανώς να αντιμετωπίζουν.
Η άποψη αυτή όχι μόνο είναι λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη για τους ασθενείς και ζημιογόνα για το κράτος για τους εξής λόγους.
1.Η απαιτούμενη εκπαίδευση ,εμπειρία και εξειδίκευση ενός γιατρού εξαρτάται από το είδος, τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα των ασθενειών που καλείται να αντιμετωπίσει. Ενα κρυολόγημα, μια ταχυκαρδία, μικροτραυματισμοί, τροφικές δηλητηριάσεις η ακόμη και συνηθισμένες λοιμώξεις των πνευμόνων, του ουροποιητικού, οστεοαρθρίτιδες ,νευρώσεις κλπ δεν απαιτούν για τη διάγνωση και θεραπεία πνευμονολόγο, καρδιολόγο, γαστρεντερολόγο, ουρολόγο, ρευματολόγο η ψυχίατρο αλλά γενικό γιατρό η παθολόγο. Αλλά και όταν η πάθηση είναι σοβαρότερη ο γιατρός της πρωτοβάθμιας περίθαλψης μπορεί να τη διαγνώσει η να την υποψιασθεί και να παραπέμψει τον άρρωστο σε ειδικούς για διερεύνηση της νόσου.
2.Ο γενικός γιατρός έχει μια σφαιρική γνώση της παθολογίας του οργανισμού που τη στερείται ο ειδικός μια και έχει ασχοληθεί και εκπαιδευθεί στην αντιμετώπιση της παθολογίας ενός οργάνου η ενός συστήματος. Είναι πιθανόν ο ειδικός όντας επικεντρωμένος στο τομέα του να κάνει αυτό που λέγεται υπερδιάγνωση και να διαγνώσει μια πάθηση της ειδικότητάς του εκεί που δεν υπάρχει η να μην διαγνώσει μια πάθηση που δεν υπάγεται στην ειδικότητα του.
3.Η παραπομπή σε ειδικό συνήθως οδηγεί σε πολυδάπανες ,εξειδικευμένες εξετάσεις που μπορεί να μη χρειάζονται,να ταλαιπωρήσουν τον άρρωστο και να επιβαρύνουν υπέρμετρα τα ασφαλιστικά ταμεία η τη τσέπη του ίδιου του ασθενούς.
4.Ένα πολύ μικρό ποσοστό των νοσημάτων χρειάζεται εξειδικευμένη περίθαλψη. Τα περισσότερα μπορούν να αντιμετωπισθούν σε επίπεδο πρωτοβάθμιο (γενικός γιατρός) η δευτεροβάθμιο (κεντρα υγείας)
Συμερασματικά δεν χρειαζόμαστε ειδικούς γιατρούς η μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα σε κάθε χωριό και πόλη της Ελλάδος. Χρειαζόμαστε όμως περισσότερους και καλά εκπαιδευμένους γενικούς γιατρούς που μπορούν να αποσυμφορήσουν τα νοσοκομεία των αστικών κέντρων από ασθενείς των οποίων η διάγνωση και θεραπεία μπορεί να γίνει γρηγορότερα, ευκολότερα και φθηνότερα στο μέρος που κατοικούν από το τοπικό σύστημα περίθαλψης.
Κώστας Φαινέκος