Ο όρος «οστεοπενία» (αγγλ: osteopenia) είναι λέξη ελληνικής προελεύσεως που χρησιμοποιείται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα για να περιγράψει μια κατάσταση οστικής πυκνότητας μεταξύ του φυσιολογικού και της οστεοπόρωσης. Επιστημονικά ως οστεοπενία χαρακτηρίζεται η οστική πυκνότητα όταν βρίσκεται 1 έως 2,5 σταθερές αποκλίσεις κάτω από την αντίστοιχη οστική πυκνότητα νέων υγιών γυναικών του ίδιου ύψους και βάρους. Όταν η οστική πυκνότητα είναι περισσότερο από 2,5 σταθερές αποκλίσεις κάτω από την οστική πυκνότητα νέων υγιών γυναικών ή/και όταν υπάρχει κάταγμα/κατάγματα χαμηλής βίας, τότε μιλάμε για οστεοπόρωση.