Δημήτρης Α. Σιδερής, Ομότιμος καθηγητής καρδιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
«Οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει». Ο Πλάτων διαχώρισε τον κόσμο σε αισθητό και νοητό. Ο νοητός είναι αληθινός, αιώνιος, αναλλοίωτος, ο αισθητός είναι φθαρτό κακέκτυπό του. Ο διαχωρισμός που έκανε έμεινε, αλλά άρχισε να αλλάζει η ιεραρχία. Από τον Αριστοτέλη, το Θωμά Ακινάτη, τον John Locke έφθασε να θεωρείται ότι ο νοητός κόσμος είναι παράγωγος του αισθητού. Ο John Locke ξεχώριζε τον αισθητό κόσμο της Φυσικής με τη Χημεία και τη Βιολογία, από το νοητό των μαθηματικών, της Γεωμετρίας, της Λογικής. Ο Kant δέχθηκε πως οι περισσότερες έννοιες, οι a posteriori, σχηματίζονται από αισθήματα που μπήκαν μέσα μας διαμέσου των αισθήσεών μας. Όχι όλες όμως. Προσπαθώντας εδώ να δούμε τη φυσιολογική αντιστοιχία του νοητού κόσμου, με το φυσικό, τείνομε να δεχθούμε, σε πρώτη ματιά, πως ο Kant έχει δίκιο να ξεχωρίζει τις a priori έννοιες από τις a posteriori. Πραγματικά, υπάρχουν έννοιες σαν του χρόνου, του χώρου κλπ, σαν τις «κατηγορίες» του Αριστοτέλη ή τις a priori του Καντ, που μοιάζει να τις αποκτήσαμε χωρίς να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας. Και δεν είναι δυνατό να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας. Αυτές διεγείρονται από ερεθίσματα και ερέθισμα είναι η προσθήκη ή αφαίρεση μικρής ποσότητας ενέργειας, η οποία πυροδοτεί μια αντίδραση. Οι έννοιες που προαναφέρθηκαν δεν είναι μορφές ενέργειας, για να μπορούν να διεγείρουν τα αισθητήριά μας. Είναι πλαίσια μέσα στα οποία αναπτύσσονται και κατατάσσονται οι εμπειρικές, οι a posteriori, έννοιές μας. Πώς λοιπόν σχηματίζονται τέτοιες έννοιες, αν δεν είναι προϊόντα διέγερσης των αισθητηρίων μας;
Πριν προχωρήσουμε στους δύσκολους λογισμούς μας, καλό είναι να κατανοήσουμε την ίδια την ύπαρξή μας. Η ομοούσια προσωπικότητά μας είναι τρισυπόστατη. Αποτελείται από το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Το αισθητό (σωματικό) Εγώ γεννιέται τη στιγμή της σύλληψης και πεθαίνει τη στιγμή που παύει η αυτορρύθμιση των στοιχείων που αποτελούν το σώμα μας. Η αυτορρύθμιση αυτή επιτυγχάνεται με αρνητικές αναδράσεις, που διατηρούν σταθερές (ή ελάχιστα κυμαινόμενες) τις φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του σώματός μας, τη θερμοκρασία, υγρασία, οξύτητα, πίεση, αυτοπεριορισμό στην ανάπτυξη των επιμέρους κυττάρων μας κλπ. Το αισθητό Εγώ μας θα πεθάνει, όταν πάψει η αυτορρύθμιση, οπότε το σώμα μας αρχίζει να αποκτά τις φυσικοχημικές ιδιότητες του περιβάλλοντός του. Το νοητό Εγώ γεννιέται τη στιγμή της γέννησης. Ενδομήτρια, τα αισθητήρια στην επιφάνεια του σώματος του εμβρύου δέχονται ερεθίσματα από μέσα από το σώμα και απέξω, που χάρη στην αυτορρύθμιση του εμβρύου και της μητέρας είναι σταθερά και ακριβώς ίδια. Υπάρχει μια οντότητα, μόνο αν διαφέρει από ό,τι αυτή δεν είναι. Το έμβρυο δεν προσλαμβάνει καμιά διαφορά μεταξύ του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, αφού τέτοια διαφορά δεν υπάρχει και επομένως δεν είναι αισθητή. Επομένως, δεν μπορεί να νοήσει την ύπαρξή του. Με τη γέννηση, τα επιφανειακά αισθητήρια του νεογνού εξακολουθούν να δέχονται από μέσα τα ίδια σταθερά ερεθίσματα που δέχονταν ενδομήτρια, αλλά από το περιβάλλον κατακλύζονται από ποικιλία απρόβλεπτων και τυχαία κυμαινόμενων ερεθισμάτων. Θα πεθάνει το νοητό Εγώ, πριν από το θάνατο του αισθητού Εγώ, όταν πάψει οριστικά να αντιλαμβάνεται τη διαφορά του εαυτού του από το περιβάλλον του, όχι μόνο διότι τέτοια διαφορά δεν υπάρχει (όπως γίνεται στο έμβρυο), αλλά διότι το όργανο που την αντιλαμβάνεται, ο εγκέφαλός του, έχει πάψει οριστικά να λειτουργεί. Το κοινωνικό Εγώ γεννιέται με μια τελετή που εισάγει το άτομο στην κοινωνία, όπως είναι η εγγραφή στο ληξιαρχείο ή ποικίλες θρησκευτικές τελετές, π.χ. βάπτιση για τους Χριστιανούς, περιτομή για τους Εβραίους και Μουσουλμάνους κλπ. Θα πεθάνει με μια κοινωνική τελετή, όπως είναι η διαγραφή από το ληξιαρχείο, η κηδεία κλπ.
Το νοητό και το κοινωνικό Εγώ είναι ακέραια, άτμητα, όχι όμως το αισθητό, που μπορεί να είναι ακρωτηριασμένο. Το αισθητό και το νοητό Εγώ είναι μοναδικά και διαφέρουν επομένως το ένα από το άλλο, όχι όμως το κοινωνικό, που τη στιγμή της γέννησής του είναι ίδιο και ίσο με όλα τα άλλα κοινωνικά Εγώ: όλα είναι εξίσου μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας. Μετά τη γέννησή του αρχίζουν οι ανισότητες, ανάλογα με καταγωγή, πλούτο, μόρφωση κλπ. Το αισθητό και το νοητό Εγώ διαφέρουν το ένα από το άλλο, είναι αναγκαστικά ποικίλα. Η ποικιλία τους δεν σημαίνει ανισότητα, αλλά μπορεί να γίνει ανισότητα στα πλαίσια του κοινωνικού Εγώ. Καθένας, ανάλογα με τις μοναδικές ιδιότητές του, μπορεί να ταιριάζει ή να μην ταιριάζει σε κάποιον από τους ιεραρχημένους ρόλους που απαρτίζουν τη λειτουργία της κοινωνίας. Το αισθητό και το κοινωνικό Εγώ περιορίζονται από νόμους, τους φυσικούς και κοινωνικούς αντίστοιχα. Το νοητό Εγώ, αντίθετα, είναι ελεύθερο, διέπεται από τη φαντασία που δεν έχει περιορισμούς. Η εκπαίδευση μπορεί να τροποποιήσει τους βαθμούς ελευθερίας. Οι φυσικές επιστήμες μπορούν να αντισταθμίζουν τους φυσικούς νόμους διευρύνοντας τη φυσική ελευθερία του αισθητού Εγώ. Αντισταθμίζουν π.χ. το κρύο με τη φωτιά, την τριβή με τον τροχό, τη βαρύτητα με τα αερόστατα, τα αεροπλάνα, τους πυραύλους κλπ. Οι φυσικές επιστήμες όμως απαιτούν αυξανόμενη εξειδίκευση και αυτή περιορίζει, δεν αυξάνει, την κοινωνική ελευθερία, αφού απαιτούνται διαρκώς νέες ειδικότητες που δεν προϋπάρχουν, οδηγεί σε ανεργία υποκαθιστώντας την ανθρώπινη εργασία με μηχανές κλπ. Οι κοινωνικές επιστήμες καλούνται να ανακαλύψουν τους κοινωνικούς νόμους που αντισταθμίζουν τους κοινωνικούς περιορισμούς. Η φαντασία του νοητού Εγώ δεν έχει περιορισμούς, μπορεί όμως να καλλιεργείται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες ή να χειραγωγείται και περιορίζεται με πλύση εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει ότι, με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που δημιουργούνται, ένα ερέθισμα μπορεί να γεννά πολλαπλές ανταποκρίσεις (επέκταση ελευθερίας, παιδεία), ή, αντιστρόφως, πολλαπλά ερεθίσματα γεννούν μία μόνον ανταπόκριση (περιορισμός ελευθερίας, πλύση εγκεφάλου, προκαταλήψεις κλπ). Τέλος, το Εγώ ζει μέσα σε Χρόνο και Χώρο. Αυτή τη χωροχρονική ύπαρξη θα προσπαθήσω να καταστήσω κατανοητή παρακάτω, διότι είναι διαφορετική για κάθε μια από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ.
Το τρισυπόστατο του Εγώ μας αναγνώρισαν ψυχολόγοι και φιλόσοφοι. Ο William James ξεχωρίζει τις τρεις υποστάσεις του Εγώ, ως material me, spiritual me και social me. Ο ψυχαναλυτής Sigmund Freud διακρίνει το Id, το Ego και το Super-Ego αντίστοιχα. Από τους υπαρξιστές φιλοσόφους, ο Martin Heiddeger αναγνωρίζει με την ίδια αντιστοιχία τις τρεις υποστάσεις ως In-der-Welt-sein, Dasein και Mitsein· Ο Søren Aabye Kierkegaard αναγνωρίζει σώμα, ψυχή και πνεύμα· και ο Jean Paul Sartre ξεχωρίζει τα Corp, En-soi και Pour Autrui. Ενώ οι μεγάλοι αυτοί άνδρες αναγνώρισαν και αναλύουν σε βάθος τις ιδιότητες των τριών υποστάσεων, δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα το διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου της καθεμιάς ούτε επεξέτειναν τη σκέψη τους για να κατανοηθούν δυσερμήνευτα φαινόμενα.
Εκτός από την ουσία της ύπαρξής μας θα πρέπει να θυμηθούμε λίγα για τα εξαρτημένα αντανακλαστικά.Αυτό που προϋπάρχει όταν γεννιόμαστε, είναι τα φυσικά αντανακλαστικά μας και η ικανότητά μας να σχηματίζουμε εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αυτές είναι φυσιολογικές, όχι ψυχολογικές, ικανότητές· αισθητές, όχι νοητές. Έξοδος των αντανακλαστικών είναι ένας μυς ή ένας αδένας, δηλαδή μια κίνηση ή μια έκκριση, αλλά και η (νοητή) παράσταση της κίνησης ή έκκρισης. Όχι μόνο το αίσθημα που προκύπτει από τη διέγερση του αισθητηρίου που διεγέρθηκε, αλλά και το αίσθημα από τη διέγερση του μυ η αδένα που ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα. Με έννοιες δεν γεννιόμαστε. Θα το δούμε παρακάτω.
Για να σχηματισθεί ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό απαιτείται ένα ζεύγος ερεθισμάτων: ένα (ανεξάρτητο) που αποτελεί την είσοδο, αφετηρία, ενός φυσικού αντανακλαστικού. Και ένα άλλο (εξαρτημένο), που διεγείρει ένα άλλο αισθητήριο που δεν οδηγεί σε αντανακλαστικό τόξο. Μετά από μερικές επαναλήψεις, στις οποίες το εξαρτημένο ερέθισμα ακολουθείται σταθερά από το ανεξάρτητο, σχηματίζεται το εξαρτημένο αντανακλαστικό. Αρκεί πια μόνο το εξαρτημένο ερέθισμα για να εκλυθεί η απάντηση (κίνηση ή έκκριση) του φυσικού αντανακλαστικού, χωρίς να έχει διεγερθεί το αισθητήριο-αφετηρία του. Το καίριο σημείο είναι ότι για να σχηματισθεί το εξαρτημένο αντανακλαστικό, πρέπει να προηγηθεί το εξαρτημένο ερέθισμα και να ακολουθήσει το ανεξάρτητο ερέθισμα-αφετηρία του αντανακλαστικού. Αν το εξαρτημένο ερέθισμα ακολουθεί μετά το ανεξάρτητο, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Ο σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών περιγράφει το μηχανισμό της απόκτησης μιας συνήθειας. Ἓξις δευτέρα φύσις. Με το σχηματισμό εξαρτημένων αντανακλαστικών, ερεθίσματα που δεν θα επηρέαζαν τη συμπεριφορά μας, γίνονται σημαντικά για μας, αφού τώρα μας προξενούν μια ανταπόκριση που προηγουμένως δεν προξενούσαν.
Εγώ, βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή το Σύμπαν κι αν βρίσκομαι Εγώ ο αισθητός (το σώμα μου), Εγώ ο νοητός βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει (σχεδόν) μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον του Εδώ είναι ο Χώρος. Ακόμη, Εγώ ο νοητός ζω Τώρα. Οποτεδήποτε, οποιοδήποτε έτος, μήνα, ημέρα, ώρα, λεπτό, δευτερόλεπτο κι αν ζω Εγώ ο αισθητός, ζω Τώρα. Το Τώρα έχει (σχεδόν) μηδενική διάρκεια. Κι όμως είναι υπαρκτό. Βρίσκεται ανάμεσα στο Πριν και στο Μετά. Και το Πριν και το Μετά είναι ο Χρόνος. Το σχεδόν έχει την εξής έννοια. Ένας αριθμός με άπειρα μηδενικά που καταλήγουν στη μονάδα, δηλαδή ο 0.0….1 είναι σχεδόν ίσος με το μηδέν, διότι δεν υπάρχει άλλος αριθμός μικρότερος από αυτόν και μεγαλύτερος από το μηδέν. Δεν είναι όμως ακριβώς ίσος με το μηδέν, διότι ένας άλλος αριθμός, μέ άπειρα επίσης μηδενικά που καταλήγουν όμως στο 2, ο 0.0….2 είναι ακριβώς διπλάσιος από τον προηγούμενο.
Όπως είπαμε, για το σχηματισμό κάθε εξαρτημένου αντανακλαστικού χρειάζονται δύο ερεθίσματα, το ένα διεγείρει ένα φυσικό αντανακλαστικό και το άλλο όχι. Με τη δημιουργία πολλών εξαρτημένων αντανακλαστικών, συνηθίζομε αν αυτό το εξαρτημένο προηγείται από το ανεξάρτητο, να σχηματίζεται εξαρτημένο αντανακλαστικό· αν όμως έπεται, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται και η διέγερση μόνου αυτού του άλλου δεν συνεπάγεται την ανταπόκριση του αντανακλαστικού. Επομένως: Ο σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών όταν το ανεξάρτητο ερέθισμα προηγείται, μας δημιουργεί την έννοια του Πριν· ο μη σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών, όταν το ανεξάρτητο από ένα ζεύγος ερεθισμάτων έπεται, μας δημιουργεί την έννοια του Μετά. Και βέβαια το Πριν και το Μετά είναι ο Χρόνος. Ανάμεσά τους βρίσκεται το (σχεδόν) μηδενικών διαστάσεων Τώρα. Το φαινόμενο είναι μονόδρομος, σαν το Χρόνο. Ο Χρόνος περνά και δε γυρίζει πίσω. Αυτή είναι λοιπόν η αισθητή δραστηριότητα που οδηγεί στη δημιουργία της νοητής έννοιας του Χρόνου. Η νοητή έννοια του Χρόνου συμπληρώνεται με την αισθητή και την κοινωνική έννοιά του.
Εγώ ο νοητός ζω Τώρα. Κι αυτό το Τώρα είναι μια στιγμή με (σχεδόν) μηδενική διάρκεια. Η μονόδρομη πορεία από το Πριν στο Τώρα και, κατόπιν στο Μετά, αυτός είναι ο Χρόνος. Ο νοητός Χρόνος είναι το άπειρο κενό που περιβάλλει το Τώρα και έχει μοναδική κατεύθυνση, από το Πριν προς το Μετά. Είναι ένα «άπειρο κενό» μέσα στο οποίο συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε. Η έννοια της διάρκειας αποκτάται διαφορετικά. Ενώ στο Τώρα, που διαρκεί μια στιγμή, δεν μπορεί τίποτε να συμβεί, στη διάρκεια, που είναι μια χρονική περίοδος, συμβαίνουν πολλά. Πολλές φυσιολογικές λειτουργίες μας ταλαντώνονται. Πεινάμε και τρώμε, διψάμε και πίνομε, ουρούμε και αποπατούμε περιοδικά, κάνομε έρωτα περιοδικά, κοιμόμαστε και ξυπνάμε κατά τακτά διαστήματα· κυρίως γεννιόμαστε και πεθαίνομε. Έτσι, πολλές φυσιολογικές λειτουργίες μας, με τη συνοδό βούλησή μας, ταλαντώνονται. Η ιδιοπερίοδος τέτοιων ταλαντώσεων χρησιμοποιείται μέσα μας ως μονάδα της υποκειμενικής διάρκειας.Τώρα, είναι ώρα να φάμε, να πιούμε κλπ. Σαν κάθε ταλάντωση αυτού του είδους, οι φυσιολογικές ταλαντώσεις διαθέτουν διεγερσιμότητα που διαταράσσει τη ρυθμικότητά τους. Η διάρκεια είναι μέρος του Χρόνου. Αντίθετα από το Χρόνο όμως, που είναι κενός και φιλοξενεί οσαδήποτε γεγονότα, η διάρκεια αποτελείται από συμβαίνοντα, που έχουν αρχή και τέλος.
Υπάρχει και ο κοινωνικός Χρόνος. Φυσικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η περιφορά της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της και της σελήνης γύρω από τη γη, αλλά και κοινωνικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η εβδομάδα, καθορίζουν τις δραστηριότητές του κοινωνικού Εγώ μας, ιδίως το ρυθμό των εργασιών μας.
Μ΄ άλλα λόγια, η έννοια του Χρόνου σχηματίζεται αποκτώντας τρεις όψεις, που αντιστοιχούν στις τρεις υποστάσεις του Εγώ μας. Η αισθητή έννοια του Χρόνου (διάρκεια) καθορίζεται από τις ταλαντώσεις της βούλησής μας, που κατευθύνεται από περιοδικές φυσιολογικές λειτουργίες μας. Η νοητή έννοια του Χρόνου καθορίζεται από τον τρόπο δημιουργίαςτων εξαρτημένων αντανακλαστικών μας και συνίσταται στην έννοια του Πριν και του Μετά από Τώρα. Η κοινωνική έννοια του χρόνου, βασίζεται στις ανθρώπινες κοινωνικές δραστηριότητες, που με τη σειρά τους εξαρτώνται από αντικειμενικά, φυσικά ή κοινωνικά, περιοδικά φαινόμενα. Η έννοια του Χρόνου επομένως δεν προϋπάρχει a priori, αλλά σχηματίζεται ως παράπλευρο αποτέλεσμα αφενός του σχηματισμού εξαρτημένων αντανακλαστικών, αφετέρου της αίσθησης της ταλάντωσης της βούλησής μας και εκείτου της περιοδικότητας των κοινωνικών λειτουργιών μας.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι αυτές οι τρεις όψεις του φυσιολογικού και ψυχολογικού Χρόνου δεν μας αποκαλύπτουν τη φύση του φυσικού Χρόνου. Ορίσαμε το Χρόνο ως το Πριν και το Μετά. Δεν ξέρομε όμως αν αυτό ισχύει στο Χρόνο της Φυσικής. Για παράδειγμα, δεν ξέρομε αν ο φυσικός Χρόνος είναι μονόδρομος, ούτε αν είναι συνεχής ή κατακερματισμένος σε χρονικά κβάντα. Ούτε αν είναι άπειρος.
Ό,τι είναι για το νοητό Χρόνο η αισθητή Διάρκεια, είναι ο αισθητός Τόπος για το νοητό Χώρο. Εγώ βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή στο Σύμπαν κι αν είμαι, εγώ βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει (σχεδόν) μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Όπως λέγαμε, για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον τού Εδώ είναι ο Χώρος.
Την έννοια του Χώρου τη σχηματίζομε με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Μόλις γεννηθεί το νεογνό, αρχίζει να κινεί τα μέλη του αυτόματα προς κάθε κατεύθυνση. Από κάθε σημείο όπου συναντώνται με τις αυτόματες κινήσεις δύο μέλη του, εκπέμπονται πολλαπλά ερεθίσματα. Καθώς είναι ταυτόχρονα, σχηματίζουν εξαρτημένα αντανακλαστικά. Π.χ. με τις τυχαίες, αέναες, κινήσεις που κάνει ένα νεογνό, κάποια στιγμή το χέρι του ακουμπά το γόνατό του. Το σημείο της επαφής τους δίνει τότε παράλληλα ταυτόχρονα ερεθίσματα από την εντωβάθει αίσθηση των μυών του χεριού, καθώς από τη σύσπασή τους εξαρτάται η θέση του χεριού και από την επιφανειακή αφή του γόνατου και του χεριού στο σημείο της επαφής τους. Με τις επαναλήψεις σχηματίζεται το εξαρτημένο αντανακλαστικό έτσι που η διέγερση του σημείου του γόνατου που άγγιξε το χέρι γεννά την παράσταση της σύσπασης του χεριού όταν το ακουμπούσε, χωρίς τώρα να το ακουμπά και αντιστρόφως.Με τις πολλαπλές επαναλήψεις, εμπλουτίζεται η αντίληψη κάθε σημείου του σώματός μας διαμέσου πολλαπλών απτικών (επιπολής και εντωβάθει) αισθημάτων. Πλουτίζεται και με οπτικά ερεθίσματα. Όταν, τυχαία, ακουμπά το χέρι του βρέφους στο γόνατό του και τυχαία στρέφονται τα μάτια του σ΄ αυτό το σημείο, γίνονται ταυτόχρονα τα εξής: Αν τύχει να διασταυρώνονται οι οπτικοί άξονες των ματιών του στο σημείο της επαφής χεριού και γόνατου, τότε, και μόνον τότε, στα μάτια του σχηματίζεται ένα ενιαίο είδωλο του σημείου. Αν δεν διασταυρώνονται στο σημείο αυτό, σχηματίζονται δύο είδωλα διαφορετικά, ανά ένα στον κάθε αμφιβληστροειδή. Το σημείο της επαφής τώρα δύο μελών του σώματός μας, π.χ. χεριού και γόνατου, είναι καλά αφορισμένο, καθώς, με εξαρτημένα αντανακλαστικά, συνδέονται: η αίσθηση από την επιπολής αφή στο δέρμα του γόνατου και του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των μυών του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των οφθαλμικών μυών όταν στρέφονται έτσι που να σχηματίζεται ένα μόνο είδωλο του σημείου· και από το διαφορετικό είδωλο του σημείου πάνω στον αμφιβληστροειδή, καθώς κάθε μάτι βλέπει το σημείο από διαφορετική γωνία.
Με ανάλογο τρόπο επισημαίνονται και σημεία του χώρου έξω από το σώμα μας. Αν τύχει μάλιστα τα σημεία αυτά να εκπέμπουν και κάποιον ήχο, όπως μια κουδουνίστρα, το σύστημα των εξαρτημένων αντανακλαστικών εδραιώνεται και με έναν άλλο, ανεξάρτητο, ακουστικό, τρόπο. Καθώς τα δύο αυτιά μας δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο, καθένα δέχεται το ίδιο ηχητικό κύμα σε ελαφρά διαφορετική φάση. Έτσι, από τη διαφορά φάσεων που έχει ο ίδιος ήχος όταν φθάνει στα δύο αυτιά μας, μάς επιτρέπεται να εικάσουμε την κατεύθυνση και την απόσταση του ηχηρού σημείου από εμάς.Τελικά, όταν είναι τόσο μακριά το σημείο από μας, που οι οπτικές και, αν υπάρχουν, ακουστικές ακτίνες του είναι παράλληλες, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τη θέση και την απόστασή του από εμάς. Έτσι, π.χ. ένας πλανήτης στον ουράνιο θόλο μάς φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια απόσταση από εμάς όπως ένας απλανής. Από κει κι έπειτα, η διαφορά στις αποστάσεις τους μπορεί να γίνει αντιληπτή με νοητική επεξεργασία, π.χ.από την παράλλαξη με τη δημιουργία έκλειψης ενός πλανήτη, όταν κρύβεται από ένα δορυφόρο του.
Από κάθε σημείο, του σώματός μας αρχικά, αλλά και του περιβάλλοντός μας στη συνέχεια, εκπέμπονται ταυτόχρονα ερεθίσματα, τα προσλαμβάνομε με την επιπολής και την εντωβάθει αίσθηση, την όραση, την ακοή κλπ, και τα αισθήματα που προκύπτουν συνδέονται με εξαρτημένα αντανακλαστικά μεταξύ τους επειδή είναι ταυτόχρονα. Κάθε σημείο του Χώρου γύρω μας, με οποιαδήποτε αίσθηση και αν το αντιληφθούμε, ανακαλεί μέσα μας αντανακλαστικά το σύνολο των αισθήσεων που μπορούν να εστιάζονται στο σημείο. Αν και το Εδώ είναι αδιάστατο, μια περιοχή του χώρου γύρω του απαρτίζεται από αισθητές οντότητες, από το σώμα μας, αλλά και από ποικίλα άψυχα, ζωντανά, και ανθρώπινα όντα. Αυτός είναι ο Τόπος μας. Είναι, για παράδειγμα, το σπιτικό μας. Επέκταση αυτού του Τόπου είναι η Πατρίδα μας. Για εμάς τους Έλληνες, είναι ο τόπος που έχομε διαμορφώσει με τη Γνώση και την Τέχνη που μας κληροδότησε ο πρόγονός μας, ο Προμηθέας, και με την Αγάπη που μας κληροδότησε ο πνευματικός Ηγέτης μας, ο Εβραίος που θυσιάστηκε για μας. Είναι η περιοχή που επηρεάζομε και μας επηρεάζει πολύ πιο σημαντικά από όσο αλληλεπηρεαζόμαστε με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτή. Και υπάρχει μια οριακή γραμμή, τα σύνορα, που την αφορίζουν από ό,τι δεν είναι πατρίδα μας. Είναι όπως μια σταγόνα νερού περιβάλλεται από ένα είδος μεμβράνης, που είναι απλά η επιφανειακή τάση. Είναι τα οριακά μόρια του νερού: Από μέσα υφίστανται τις δυνάμεις των υπόλοιπων μορίων του νερού, αλλά απ΄ έξω τις δυνάμεις των διαφορετικών μορίων του περιβάλλοντος που είναι βέβαια πολύ διαφορετικές. Η επιφανειακή τάση συμπεριφέρεται σα μια μεμβράνη που αντιδρά στο διασκορπισμό της σταγόνας. Αν εξισωθούν οι δύο δυνάμεις, οι απέξω και οι από μέσα, η σταγόνα παύει να υπάρχει. Έτσι γίνεται όταν η σταγόνα το νερό πέσει μέσα σε νερό: σταγόνα στον ωκεανό.Τα ίδια ισχύουν και για την πατρίδα μας. Ζούμε μέσα σ΄ αυτήν. Αλληλεπηρεαζόμαστε ο ένας με τον άλλον. Αποκτούμε μια στοιχειωδώς κοινή νοοτροπία, που η απόκτησή της βοηθιέται από την κοινή παιδεία στην οποία όλοι μετέχομε. Και ζούμε συμπληρωματικά ο ένας με τον άλλον. Και διαφορετικά από το περιβάλλον μας. Μ΄ άλλα λόγια είναι ο τόπος της κοινωνίας μας.
Τώρα μπορούμε να οριοθετήσουμε καλύτερα τις τρεις υποστάσεις του Εγώ μας. Γράφει ο Sartre: “Είμαι ό,τι έχω”. Αυτό απαιτεί διευκρίνιση. Ο αισθητός Εγώ αφορίζεται βέβαια από το δέρμα μας. Όμως, μέσα σ΄ αυτό, υπάρχουν η τεχνητή οδοντοστοιχία μας, το τεχνητός βηματοδότης μας, τα στεντ στα στεφανιαία μας, αλλά και έξω από αυτό υπάρχει το ξύλινο ποδάρι μας, το ραβδί μας, το σπίτι, το χωράφι, η πατρίδα μας. Η πλήρης φράση του Sartre οφείλει να διατυπωθεί έτσι: Εγώ (ο αισθητός) είμαι ό,τι Εγώ (ο νοητός) έχω. Μ΄ αυτό τον τρόπο παγιώνεται η σχέση δουλείας μεταξύ αισθητού και νοητού Εγώ. Ο κύριος που σκέπτεται και αποφασίζει έχει το δούλο που υπακούει και εργάζεται. Αντίστοιχα, μπορεί να διατυπωθεί ότι “Εγώ (ο κοινωνικός) είμαι ό,τι Εγώ (ο νοητός) θέλω. Πάλι με σχέση δουλείας μεταξύ του κυρίου νοητού Εγώ και του υποτελή κοινωνικού Εγώ. Να σημειωθεί ότι τα τρία αυτά ρήματα, είμαι, έχω, θέλω είναι τα κύρια βοηθητικά ρήματα που χρησιμοποιούμε μαζί με άλλα για να δηλώσουμε διαφορές χρονικές: το Είμαι για τον ενεστώτα, το Έχω για τον αόριστο και το Θέλω (θέλω να, θε-να, θα) για το μέλλοντα.
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των φυσιολογικών εννοιών του Χρόνου και του Χώρου. Ο Χρόνος είναι μονόδρομος και μονοδιάστατος. Κινείται από το Πριν στο Μετά. Ο Χώρος, αντίθετα, είναι αμφίδρομος και τρισδιάστατος. Κινείται από πίσω προς τα εμπρός και αντιστρόφως. Κι αυτό σημαίνει μια «ευκολία» όταν κινούμαστε από το σημείο που βρισκόμαστε (Εδώ) προς όπου βλέπομε (εμπρός) συγκριτικά με τη «δυσκολία» όταν κινούμαστε προς όπου δεν βλέπομε. Κινείται από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή από Εδώ προς το σημείο που δυσκολευόμαστε λόγω της βαρύτητας ή προς όπου πέφτουν τα πράγματα, από πάνω προς τα κάτω, χωρίς δική μας προσπάθεια, αν αφεθούν χωρίς στήριγμα. Και κινείται από δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή από την πλευρά που χειριζόμαστε ευκολότερα (για τους δεξιόχειρες) προς την αντίθετή της ή από τη λιγότερο επιδέξια πλευρά προς τη περισσότερο επιδέξια (ή αντιστρόφως για τους αριστερόχειρες). Οι τρεις άξονες του χώρου, το ύψος (πάνω-κάτω), το πλάτος (δεξιά-αριστερά) και το μήκος (μπρός-πίσω) σχηματίζονται μέσα μας επειδή έχουν φυσιολογική σημασία για μας.
Όπως για το Χρόνο, σημειώνω, ότι αυτή είναι η φυσιολογική και ψυχολογική έννοια του Χώρου, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν έχει σχέση με το φυσικό Χώρο που κανένας δεν ξέρει αν είναι άπειρος, κενός, κβαντωμένος ή πόσες διαστάσεις έχει.
Συμπερασματικά, η αναγνώριση του τρισυπόστατου της ύπαρξής μας, ο ρόλος των εξαρτημένων αντανακλαστικών και των ταλαντώσεων μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε στη βάση των φυσικών επιστημών δύσκολες ψυχολογικές και φιλοσοφικές έννοιες, όπως είναι ο χρόνος και ο χώρος, αλλά και πολλές άλλες, που αυτή η πραγματεία δεν εξέτασε.