Αντωνία Μανούσου, Ψυχολόγος Υγείας, [email protected]
Οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν πλέον μάστιγα στις μέρες μας. Είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει γιατρούς, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και προβάλλεται μέσα από πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το θέμα αυτό εξετάζεται και αναλύεται πολύπλευρα και ανάλογα έχουν προσδιοριστεί αιτίες και αποτελέσματα. Η διάσταση που έχουν δώσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο πολλές φορές έχει προβληθεί το πρόβλημα, ενημερώνει αλλά και παραπλανεί. Είναι σημαντικό η ενημέρωση να έχει ένα επιστημονικό υπόβαθρο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τον κατάλληλο τρόπο για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Αρχικά, μιλώντας για διατροφικές διαταραχές, εννοούμε κατά κύριο λόγο την νευρική ανορεξία και τη βουλιμία. Η νευρική ανορεξία ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία το άτομο αρνείται την πρόσληψη οποιασδήποτε τροφής με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το άτομο προβεί σε πρόσληψη τροφής, στη συνέχεια θα βρει τον τρόπο να την αποβάλλει, τις περισσότερες φορές με προκλητό εμετό. Συνήθως, τα άτομα που έχουν επιλέξει να μην τρέφονται, χρησιμοποιούν υποκατάστατα τροφών ή χάπια τα οποία κόβουν την όρεξη (ανορεξιογόνα). Στην αντίθετη περίπτωση, η βουλιμία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή και αδιάκοπη πρόληψη τροφής με πρόκληση εμετού στη συνέχεια. Η πρόσληψη τροφής συνεχίζεται και αφού το άτομο έχει αισθανθεί κορεσμό.
Είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς τα πραγματικά αίτια για κάθε περίπτωση. Η δυσκολία έγκειται στη διαφορετικότητα των ατόμων και στην ποικιλία των εξωτερικών παραγόντων στους οποίους οφείλετε ένα μέρος του προβλήματος. Κάποιοι από τους παράγοντες που θέτουν την προδιάθεση μιας διατροφικής διαταραχής στους ανθρώπους είναι το φύλο-οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην εικόνα του σώματος-, η ηλικία- μεταξύ 15 και 35-, κάποια υποβόσκουσα συναισθηματική διαταραχή, η παχυσαρκία- η προσπάθεια απώλειας βάρους με αυστηρή δίαιτα- και η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία.
Παρουσιάζοντας κάποιους από τους κύριους λόγους ανάπτυξης των διαταραχών σίτισης, καλό θα ήταν να ξεκινήσει κανείς από την παιδική ηλικία. Η ανάπτυξη, λοιπόν, της ικανότητας του παιδιού να διαχωρίζει τα συναισθήματά του, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση το αίσθημα της πείνας και της ευχαρίστησης, είναι ένας από αυτούς. Όταν αυτό δε συμβαίνει, επιδρά αρνητικά στη μετέπειτα ζωή του ατόμου και μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή κάποιας διαταραχής, όπως η διατροφική στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Τον πρώτο ρόλο σε αυτό το διαχωρισμό παίζει η οικογένεια. Γνωρίζοντας ότι η οικογένεια είναι το πρώτο και πιο σημαντικό σύστημα μέσα στο οποίο αρχίζει η ανάπτυξη ενός παιδιού, συμπεραίνουμε το σπουδαίο ρόλο της στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Οι δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των μελών, οι υπερβολικές απαιτήσεις από την οικογένεια προς το παιδί, οι συνθήκες ανασφαλούς διαβίωσης, ένα υπερβολικό ενδιαφέρον στην εικόνα του σώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαρκής υποτίμηση του παιδιού και η μη αναγνώριση της ταυτότητας και του διαχωρισμού των ορίων του «εγώ» από τον υπόλοιπο κόσμο, είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που συντελούν σε μια μελλοντική διαταραγμένη εικόνα του ατόμου.
Σύμφωνα με έρευνες, η υπερφαγία και η στέρηση φαγητού διεγείρουν το «σύστημα επιβράβευσης» του εγκεφάλου όπως ακριβώς συμβαίνει σε περιπτώσεις εξαρτήσεων ουσιών και αλκοολισμού. Ουσίες, απαγορευμένες ή μη, οι οποίες προκαλούν χημική διέγερση, έχουν ως αποτέλεσμα την εξάρτηση. Αυτή η διέγερση σταματάει κάθε δυσάρεστο συναίσθημα. Με τον ίδιο τρόπο και οι διαταραχές σίτισης αναπτύσσονται με στόχο να μπλοκάρουν κάθε ανεξέλεγκτο αρνητικό συναίσθημα και να αισθανθούν κατά ένα τρόπο ισορροπία.
Στους ανθρώπους με συναισθηματική και ψυχική ισορροπία το «σύστημα επιβράβευσης» του εγκεφάλου τους διεγείρεται όταν, για παράδειγμα, τρέφονται σωστά, ασκούνται, περνάνε με ευχάριστο τρόπο την ελεύθερη ώρα τους κλπ. Όταν το «σύστημα επιβράβευσης» μάθει να διεγείρεται με τεχνητά μέσα, όπως οι εξαρτησιογόνες ουσίες, παύει να λειτουργεί, κατά τον κοινώς αποδεκτό, φυσιολογικό τρόπο που προαναφέρθηκε. Το ίδιο ισχύει και κατά τη διαταραχή σίτισης. Τα στοιχεία εκείνα της προσωπικότητας που αυξάνουν το ρίσκο των εξαρτήσεων συμβάλλουν και στις διατροφικές διαταραχές. Έχει βρεθεί ότι αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας οφείλονται εν μέρη στην κληρονομικότητα. Κάποια από αυτά τα στοιχεία είναι η τάση να ευχαριστείς τους άλλους και η χαμηλή ικανότητα να διεκδικείς τα δικαιώματά σου, η ανάγκη να μειώσει κανείς δυσάρεστα συναισθήματα όπως το άγχος, την κατάθλιψη και τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, η τελειομανία και χαρακτηριστικά ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς.
Καταλαβαίνει κανείς ότι οι εξαρτήσεις και οι διαταραχές σίτισης μπορούν να έχουν κοινούς τρόπους θεραπείας. Ο ασθενής έχει ως στόχο να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να δυναμώσει το εγώ του προκειμένου να μην καταφεύγει σε αυτοκαταστροφικά μέσα για την επίλυση των προβλημάτων του. Είναι αρκετά σημαντικό να μην εθελοτυφλούμε όταν τα σημάδια των διαταραχών σίτισης είναι πλέον εμφανή στα δικά μας άτομα. Ίσως μια πρώτη συζήτηση με το ίδιο το άτομο να του δώσει το έναυσμα να καταλάβει εν μέρει ότι κάτι του συμβαίνει και να θορυβηθεί με αυτόν τον τρόπο.
Ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε με τα νεότερα άτομα, παιδιά στην εφηβεία και στη μετεφηβική ηλικία. Καλό θα ήταν, εάν επρόκειτο για ανήλικο άτομο, οι γονείς να μιλήσουν σε κάποιον ειδικό- ψυχολόγο προκειμένου να σιγουρευτούν αν πρόκειται για κάποια διαταραχή σίτισης. Ο ειδικός, ανάλογα με την περίπτωση, θα παραπέμψει σε ψυχιατρική παρακολούθηση, αν το άτομο είναι σε προχωρημένο στάδιο ασιτίας ή χρειάζεται κάποια φαρμακευτική αγωγή. Συνήθως, η ψυχιατρική εξέταση είναι απαραίτητη προκειμένου να ολοκληρωθεί η διάγνωση. Αν η διαταραχή βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο, τότε η ψυχολογική υποστήριξη σε ένα πρώτο συμβουλευτικό στάδιο, στους γονείς ή και στο ίδιο το άτομο ίσως είναι απαραίτητη για την αποφυγή της ανάπτυξης της διαταραχής. Στη συνέχεια, ανάλογα και πάλι με την περίπτωση, το άτομο ίσως μπει σε ένα πρόγραμμα συστηματικής ψυχοθεραπείας, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος.
Τα άτομα που δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χρησιμοποιούν το φαγητό σα μια οδό διαφυγής. Επίσης, οι άνθρωποι που αδυνατούν να ακολουθήσουν τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους συναισθήματα χρησιμοποιούν το σώμα τους ως μέσω έκφρασης των όποιων αδυναμιών τους και προβλημάτων τους. Η εικόνα του πολύ λεπτού σώματος, λοιπόν, που υπάρχει ως πρότυπο σε κάποιες κοινωνίες γίνεται για κάποια άτομα, κυρίως γυναίκες, το άλλοθι άρνησης πρόληψης τροφής με ουτοπικό στόχο την απόκτησή του. Είναι προφανές ότι πίσω από αυτό το στόχο «κρύβεται» μια βεβαρημένη συναισθηματικά ψυχή που μας ζητά «βοήθεια» με το δικό της τρόπο.