Το Κάπνισμα και η σχέση του με τον σακχαρώδη διαβήτη

Δημ.ΣκούταςΕιδικός Παθολόγος-Διαβητολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ Επιστημονικός Συνεργάτης
Διαβητολογικού Κέντρου ΠΓΝ Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης
skoutasd@otenet.gr

Το κάπνισμα είναι η κυρίαρχη αιτία θανάτου σε παγκόσμιο επίπεδο, υπεύθυνο για περίπου 5 εκατομμύρια θανάτους ετησίως με τάση διπλασιασμού έως το 2020. 1.3 δισεκατομμύρια καπνιστές με το 84% των καπνιστών να ζει στις αναπτυσσόμενες χώρες και την Κίνα να κατέχει το 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης τσιγάρων με 360 εκατομμύρια καπνιστές.

Μεγαλύτερος επιπολασμός καπνίσματος παρατηρείται στους ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος. Η σχέση καπνίσματος και καρκίνου, η σχέση καπνίσματος και καρδιαγγειακών συμβαμάτων έχει αποδειχθεί από πολλούς ερευνητές και οι παθητικοί καπνιστές κινδυνεύουν εξίσου σε μεγάλο βαθμό.

Περίπου το 26% των ατόμων με ΣΔ καπνίζει, ποσοστό παρόμοιο με τον κοινό πληθυσμό, ποσοστό παρόμοιο με τους πρώην καπνιστές. Αυξημένη συχνότητα του καπνίσματος παρατηρείται μεταξύ 18 και 34 ετών.

Αξιοσημείωτο ότι η συχνότητα του καπνίσματος μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία και η διάρκεια του ΣΔ. Η έκθεση κατά την διάρκεια της κύησης καθώς και η δευτερογενή έκθεση από την παιδική ηλικία σε περιβάλλον καπνιστών γονέων έχουν δυσμενή επίπτωση στο διάβασμα, στη λογική και στην μάθηση των παιδιών. Στην ηλικία των 13-15 ετών 1 στα 5 παιδιά καπνίζει και ενώ η αναλογία στους ενήλικες καπνιστές είναι 4:1 άνδρες-γυναίκες αυτή η αναλογία τείνει να γίνει 2:1 αγόρια-κορίτσια λόγω αύξησης του καπνίσματος από νεαρές κοπέλες

Τι ευθύνεται για την σχέση καπνού και εθισμού;

Η νικοτίνη που η πρόσδεσή της στο ΚΝΣ έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ντοπαμίνης η οποία συνδέεται με αισθήματα επιβράβευσης και ικανοποίησης. Η νικοτίνη σε μικρές συγκεντρώσεις αυξάνει την καρδιακή συχνότητα, την αρτηριακή πίεση, την συχνότητα των αναπνοών και τα επίπεδα γλυκόζης αίματος.

Το μακροχρόνιο κάπνισμα μέσω της φλεγμονής στο ενδοθήλιο ,ή της απευθείας δράσης στο β-κύτταρο οδηγεί σε ελαττωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειωμένη παροχή αίματος στους μυς, διαταραχή που μπορεί να οδηγήσει σε διαταραγμένη ανοχή στην γλυκόζη (IGT)-προδιαβήτη ή ΣΔ τύπου 2.

Τα άτομα με ΣΔ που καπνίζουν έχουν αυξημένα τριγλυκερίδια, ελαττωμένη HDL, κεντρική παχυσαρκία, αυξημένη εναπόθεση σπλαχνικού λίπους και εμφανίζουν αυξημένες ανάγκες σε ινσουλίνη για επίτευξη μεταβολικού ελέγχου.

Ποια η σχέση του καπνίσματος με τον ΣΔ;

Έχει αποδειχθεί ότι το κάπνισμα είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση ΣΔ τύπου 2 και έχει άμεση σχέση με την ημερήσια κατανάλωση καπνού.

Η σχέση καπνίσματος ,ηλικίας και πιθανότητας ανάπτυξης ΣΔ δυσμενής έναντι των μη καπνιστών.

Επίσης η γλυκαιμική ρύθμιση επηρεάζεται δυσμενώς από την ημερήσια κατανάλωση καπνού η οποία όσο αυξάνεται επιδεινώνεται η γλυκοζυλιωμένη Hb.

Το κάπνισμα σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα ανάμεσα στα άτομα που δεν έχουν ΣΔ, θνησιμότητα που αυξάνεται στα άτομα με ΣΔ.

Στη UKPDS αποδείχθηκε ότι το κάπνισμα αποτελεί σημαντικό και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και περιφερική αγγειακή νόσο.

Ένας στους δύο ασθενείς με διαβητικό πόδι έχει υπάρξει ενεργός καπνιστής με το κάπνισμα να σχετίζεται δυσμενώς με την διαλείπουσα χωλότητα και την ισχαιμία.

Η ρύθμιση του σακχάρου μαζί με την χρήση καπνού είναι παράγοντες πολλές φορές τροποποιήσιμοι που μπορεί να μην καθορίζουν το ύψος του ακρωτηριασμού μπορούν να επηρεάσουν όμως την προεγχειρητική πορεία και την έκβαση μετά τον ακρωτηριασμό.

Το κάπνισμα επηρεάζει αρνητικά και δυσμενώς την πιθανή εμφάνιση νεφροπάθειας, αμφιβληστροειδοπάθειας και νευροπάθειας.

Το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επηρεάζει την εμβρυική ανάπτυξη, το βάρος γέννησης και την πιθανότητα μετέπειτα υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών. Αυξημένος είναι ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη κύησης στις καπνίστριες όπως και το κάπνισμα κατά την κύηση είναι υπαίτιο για αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης ΣΔ μετέπειτα.

Η διακοπή του καπνίσματος θα πρέπει να έχει υψηλή προτεραιότητα και αυτό πηγάζει από το ότι μόνο στο 50% των διαβητικών ασθενών έχει συσταθεί-συζητηθεί η διακοπή καπνίσματος.

Πως όμως αντιμετωπίζει ο διαβητικός καπνιστής την προτροπή του ειδικού για διακοπή του καπνίσματος;

“Το κάπνισμα βοηθάει στον έλεγχο της όρεξης. Καλύτερα να καπνίζω παρά να τρώω snacks όλη την ημέρα“

“Τα κιλά που θα βάλω μετά τη διακοπή του καπνίσματος θα με απορυθμίσουν μεταβολικά“.

“Καπνίζοντας ηρεμούν τα νεύρα μου και έχω βοήθεια στην αντιμετώπιση του άγχους“.

“Το κάπνισμα μου δίνει ενέργεια και με βοηθάει να αισθάνομαι λιγότερη θλίψη“.

Στην πραγματικότητα όμως η μέση αύξηση του βάρους είναι 5,0kgr στις γυναίκες και 4,4kgr στους άνδρες σε διάστημα 10 ετών από τη διακοπή του καπνίσματος ενώ μικρός είναι ο αριθμός των ατόμων 16% των ανδρών και 21% των γυναικών με προσθήκη βάρους περισσότερο από 15 kg.

Από αυτούς που προσπαθούν μόνο το 5% το καταφέρνει ετησίως να διακόψει το κάπνισμα, παρότι περισσότεροι από 10.000.000 το χρόνο ζητούν βοήθεια από το διαδίκτυο και μόνο 1 στους 5 που θέλουν να εγκαταλείψουν το κάπνισμα κάνουν χρήση φαρμακευτικής υποβοήθησης όπως της βουπροπιόνης, της βαρενικλίνης και των υποκατάστατων νικοτίνης ( τσίχλες, αυτοκόλλητα, ρινικό σπρέι, εισπνεόμενη νικοτίνη) με αποτελεσματικότητα της φαρμακοθεραπείας στη διακοπή διπλάσια του placebo.

Το ηλεκτρονικό τσιγάρο από την άλλη ως εναλλακτικός και πιο υγιής τρόπος καπνίσματος δεν έχει αποδειχθεί ως ο ενδεδειγμένος δρόμος για την οριστική απαλλαγή από τον καπνό και τα δεινά του, όπως επίσης η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του είναι υπό μεγάλη συζήτηση και αμφισβήτηση.

Στη προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος η σωματική άσκηση συντελεί και αυτή με θετικά αποτελέσματα στη μείωση έντασης του συνδρόμου στέρησης ,στη διατήρηση του σωματικού βάρους που σε συνδυασμό με σωστή διατροφή αυξάνεται η αυτοπεποίθηση ελαττώνεται η κατάθλιψη και το άγχος.

Η σωματική άσκηση μπορεί να ξεκινήσει με 30min μέτριας σωματικής δραστηριότητας και να συνεχισθεί με έντονη σχετικά άσκηση 3 ημέρες την εβδομάδα σε ΣΔ τύπου 2 και καθημερινά σε ΣΔ τύπου 1 όσο από θέμα διατροφής, η προτροπή και η σύσταση στο διαβητικό πληθυσμό θα πρέπει να περιλαμβάνει 3 γεύματα την ημέρα με λήψη πρωινού, ψάρι 2 – 3 φορές την εβδομάδα, αυξημένη λήψη λαχανικών και φρούτων, αποφυγή λιπαρών γευμάτων (τυριά, σάλτσες, πίτσες και όλα αυτά που έχουν αυξημένο λίπος, ζάχαρη, αλάτι) λήψη 2lt νερού τη ημέρα, αποφυγή ζαχαρούχων ποτών, μέτρο στη λήψη αλκοόλ και μείωση ποσότητος καφέ. Στην καθημερινότητα από την άλλη έχουμε καλύτερη υγεία, φαγητό με καλύτερη γεύση, καλύτερη όσφρηση και κέρδος χρημάτων.

Με την διακοπή του επιτυγχάνεται υγιές και καθαρό περιβάλλον (σπίτι, αυτοκίνητο, ρούχα, αναπνοή) καλύτερη φυσική κατάσταση, μείωση ρυτίδων και γήρανσης δέρματος, καλύτερη σεξουαλική υγεία, καλύτερα σάκχαρα, λιγότερες επιπλοκές.