ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΝΑΚΗ
Ενδοκρινολόγος, Νοσοκομείο-Μαιευτήριο «ΙΑΣΩ»
Στην οστεοπόρωση, όπως και σε κάθε νόσο η αντιμετώπιση αρχικά πρέπει να εντοπίζεται στην πρόληψη, η οποία πρέπει να επιδιώκεται όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Σκοπός της πρόληψης είναι η αποφυγή εγκατάστασης μελλοντικά της οστεοπόρωσης, που έχει σαν συνέπεια την εμφάνιση μακροπρόθεσμα οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης διακρίνεται σε:
Ι) Πρωτογενή πρόληψη, η οποία στοχεύει στην επίτευξη όσο το δυνατόν υψηλότερης κορυφαίας οστικής πυκνότητας, έτσι ώστε η αναγκαστική απώλεια μάζας οστού, που εμφανίζεται με την πρόοδο της ηλικίας να ξεκινά από όσο το δυνατόν μεγαλύτερη οστική μάζα.
Η πρόληψη πρέπει να ξεκινά από την παιδική ηλικία και να εντατικοποιείται στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή μέχρι την ηλικία των 25 ετών για τις γυναίκες και των 30 ετών για τους άντρες, οπότε αρχίζει η προοδευτική απώλεια οστικής μάζας.
Η πρωτογενής πρόληψη συνιστάται: α) στην επαρκή ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου, μέσα από τα γαλακτοκομικά κυρίως προϊόντα, β) στην επαρκή σωματική άσκηση στην ηλικία διαμόρφωσης και αύξησης των οστών και γ) στην καλή ορμονική λειτουργία κατά την εφηβική και ενήλικη κυρίως ζωή.
ΙΙ) Δευτερογενής πρόληψη, που αφορά κυρίως τις γυναίκες στην εμμηνόπαυση και η οποία στοχεύει στη μείωση του ρυθμού απώλειας του οστού, η οποία συνοδεύει τις γυναίκες σε αυτή την κρίσιμη φάση της ζωής τους. Στα πλαίσια της δευτερογενούς πρόληψης το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι να εντοπιστούν οι περιεμμηνοπαυσιακές αλλά και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που εμφανίζουν χαμηλή κορυφαία οστική μάζα και ταχύ ρυθμό απώλειας του οστού, έτσι ώστε να τους χορηγηθεί η ανάλογη θεραπεία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ταχεία οστική απώλεια εμφανίζουν περίπου το 1/3 των περιεμμηνοπαυσιακών γυναικών, που αρχίζει πριν από την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης και χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας περίπου 5% ετησίως για τα πρώτα 3 χρόνια.
Ένας απλός τρόπος για να εντοπιστούν οι γυναίκες που χρήζουν προληπτικής αγωγής για οστεοπόρωση είναι ο έλεγχος με μέτρηση οστικής πυκνότητας όλων των γυναικών που βρίσκονται στην άμεση μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο, δηλαδή τους 6 πρώτους μήνες μετά την τελευταία εμμηνορυσία.
Από τον έλεγχο αυτό, τρεις δυνητικές καταστάσεις μπορεί να προκύψουν:
1) Η οστική πυκνότητα να βρίσκεται πάνω ή στα υψηλότερα φυσιολογικά επίπεδα (στο 110% του μέσου όρου). Στην περίπτωση αυτή η προληπτική αγωγή θεωρείται άσκοπη.
2) Η οστική πυκνότητα να βρίσκεται στα φυσιολογικά επίπεδα (95%-105%). Στην περίπτωση αυτή συνιστάται επανεξέταση των γυναικών αυτών μετά από ένα χρόνο, για να καθορίσουμε τον ετήσιο ρυθμό οστικής απώλειας.
Στον καθορισμό του ετήσιου ρυθμού οστικής απώλειας σημαντική βοήθεια μας παρέχουν, συγχρόνως με την μέτρηση οστικής πυκνότητας και οι βιοχημικοί δείκτες. Ετήσιος ρυθμός οστικής απώλειας μεγαλύτερος του 2% θεωρείται παθολογικός και τότε πρέπει να προχωρήσουμε σε χορήγηση προληπτικής θεραπείας.
3) Η οστική πυκνότητα μπορεί να βρίσκεται στα κατώτερα φυσιολογικά επίπεδα ή και ακόμα χαμηλότερα, οπότε συνιστούμε άμεση έναρξη προληπτικής αντιοστεοκλαστικής αγωγής.
Ο σκοπός της προληπτικής αγωγής είναι η ανακοπή του αυξημένου ρυθμού οστικής απώλειας καθώς και η σταθεροποίησή του.
Τα πρώτα προληπτικά μέτρα που πρέπει να συστηθούν είναι:
α)Αύξηση της πρόσληψης γαλακτοκομικών προϊόντων και συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου έτσι ώστε η ημερήσια πρόσληψη να είναι 1000-1500 mg.
β)Έκθεση στον ήλιο ή συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D, εφόσον διαπιστωθεί έλλειψη αυτής.
γ)Αύξηση της σωματικής άσκησης.
δ)Διακοπή του καπνίσματος.
ε)Περιορισμός πρόσληψης ζωϊκών πρωτεϊνών.
ζ)Περιορισμός κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών.
η)Θεραπεία παθήσεων που δευτεροπαθώς οδηγούν σε οστεοπόρωση, όπως υπερθυρεοειδισμός, σύνδρομο δυσαπορρόφησης, κ.λ.π.
Η θεραπευτική αγωγή που μπορεί να χορηγηθεί για δευτερογενή πρόληψη είναι:
Α) Θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα (HRT), με την οποία επιτυγχάνεται η αναστολή της οστικής απώλειας. Η θεραπεία θα πρέπει να διαρκέσει το λιγότερο πέντε χρόνια.
Β) Χορήγηση ρινικών ψεκασμών καλσιτονίνης, σε γυναίκες που εμφανίζουν ταχύ ρυθμό οστικής απώλειας τα πρώτα μετεμμηνοπαυσιακά χρόνια και οι οποίες παρουσιάζουν αντενδείξεις στην χορήγηση οιστρογόνων.
Γ) Χορήγηση διφωσφονικών (ετιδρονάτη, αλεδρονάτη,ριζενδρονάτη,ιμπανδρονάτη), τροποποιητών των υποδοχέων των οιστρογόνων (ραλοξιφένη), στροντίου η και παραθορμόνης σε ειδικές περιπτώσεις. .
ΙΙΙ) Τριτογενή πρόληψη, αφορά άτομα άνω των 65 ετών, όπου αρχίζει πλέον η διαδικασία της γεροντικής οστεοπόρωσης, κυρίως λόγο της μειωμένης απορρόφησης του ασβεστίου από το έντερο, καθώς επίσης και της μειωμένης οστεοβλαστικής δραστηριότητος.
Έτσι η τριτογενής πρόληψη έχει σαν σκοπό την αποφυγή των αιτίων που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπορωτικού κατάγματος. Επικεντρώνεται :
1) Στην αποφυγή των πτώσεων.
2) Στην συμπληρωματική χορήγηση επαρκών δόσεων ασβεστίου και βιταμίνης D.
3) Στην βελτίωση της κινητικότητας των γερόντων, μέσω της παρεχόμενης