Πολυοζώδης Βρογχοκήλη

Αρετή Καρφή
Αναπληρώτρια Διευθύντρια, Τμήμα Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού.
Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»

Η διόγκωση του θυρεοειδή αδένα ονομάζεται βρογχοκήλη. Όταν η διόγκωση αυτή δεν είναι ομοιογενής αλλά αποτελείται από επι μέρους μικρότερες διογκώσεις που λέγονται όζοι, τότε η διόγκωση του θυρεοειδούς ονομάζεται οζώδης βρογχοκήλη.

Στις ΗΠΑ 4-7 % του πληθυσμού των ενηλίκων έχει ένα εμφανή θυρεοειδικό όζο. Εν τούτοις μόνο 1 από τους 20 κλινικά ψηλαφητούς όζους είναι κακοήθης. Τούτο αντιστοιχεί περίπου σε 2-4 κακοήθεις όγκους του θυρεοειδούς ανά 100.000 άτομα ανά έτος αντιπροσωπεύοντας μόνο το 1% όλων των καρκίνων και το 0,5 % θανάτων από όλους τους καρκίνους.

Οι όζοι είναι συχνότεροι στις γυναίκες ( 0,8 % στους άνδρες , 5,3 % στις γυναίκες • μελέτη Wickam) το ποσοστό ανεβαίνει στο 9 % σε γυναίκες μεγαλύτερες των 75 ετών , ο γενικός μέσος όρος υπολογίζεται σε 3,2%.

Οι όζοι αυξάνονται σε συχνότητα με την ηλικία και μειώνονται με την πρόσληψη ιωδίου. Σε νεκροτομικές σειρές το ποσοστό των ατόμων που παρουσιάζουν όζους ανέρχεται σε 50-75 % εκ των οποίων 12 % εμφανίζουν μονήρη όζο.

Υπερηχογραφικές μελέτες δείχνουν ότι 15-40 % των ατόμων παρουσιάζουν όζους οι οποίοι δεν ψηλαφούνται. Συνοπτικά περίπου 50 % ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών έχουν θυρεοειδικούς όζους.

Η κλινική εμφάνιση ποικίλει από τυχαίο ασυμπτωματικό μικρό μονήρη όζο εως μεγάλο όζο που μπορεί να επεκτείνεται ακόμη και στη θωρακική κοιλότητα.

Η πιο συχνή αιτία ( 10-15 %) των όζων είναι τα καλοήθη θυλακιώδη αδενώματα που συχνά περιέχουν κολλοειδές . Άλλες αιτίες όζων είναι οι κύστεις η θυρεοειδίτιδα και το θυρεοειδικό καρκίνωμα (5 %).

Το ιστορικό και η κλινική εξέταση παραμένουν ο ακρογωνιαίος λίθος στην αξιολόγηση του ασθενούς με θυρεοειδικό όζο.

Ο εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών, το υπερηχογράφημα,το σπινθηρογράφημα και η βιοψία με λεπτή βελόνα.

Η μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών (Θυροξίνης,Τ4) και της θυρεοειδοτρόπου (TSH) ορμόνης της υπόφυσης μας πληροφορούν αν ο αδένας λειτουργεί σωστά.
Το σπινθηρογράφημα δείχνει αν αν ο όζος είναι λειτουργικός (προσλαμβάνει το ραδιενεργό ισότοπο). Ένας λειτουργικός όζος με ή χωρίς καταστολή του υπόλοιπου παρεγχύματος είναι σχεδόν πάντα καλοήθης ενώ ένας μη λειτουργικός όζος που αντιπροσωπεύει περίπου το 90 % των όζων έχει πιθανότητα να είναι κακοήθης 5 %.

Το υπερηχογράφημα αποτελεί τη βασικότερη εξέταση για την απεικόνιση της μορφολογίας , του μεγέθους και του όγκου επί διαφόρων θυρεοειδοπαθειών.
Καθορίζει τον αριθμό και τη μορφή των κλινικώς ψηλαφούμενων ή αψηλάφητων βλαβών στο θυρεοειδή. Τονίζεται ότι οι αψηλάφητοι όζοι είναι 4 φορές συχνότεροι από τους ψηλαφητούς, είναι συνήθως πολλαπλοί και ότι επί μονήρους ψηλαφητικά όζου η ανεύρεση και άλλου όζου ή όζων περιορίζει την πιθανότητα καρκίνου.

Το υπερηχογράφημα βοηθά στη διευκρίνιση της φύσης του ψυχρού όζου (κυστική ή συμπαγής μορφή), μεικτή (5 % κίνδυνος κακοήθειας).Διευκρινίζει την ύπαρξη θυρεοειδικών ή εξωθυρεοειδικών μαζών και με την περιοδική εξέταση βοηθά στην διευκρίνιση ανταπόκρισης στη θεραπεία καταστολής με θυροξίνη.

Η βιοψία με λεπτή βελόνα δίνει άμεσες και ειδικές πληροφορίες για τον θυρεοειδικό όζο. Οι επιπλοκές είναι σπάνιες. Μειώνει το ποσοστό θυρεοειδεκτομών περίπου 50 % Εχει διαγνωστική χρησιμότητα σε περίπου 80 % των περιπτώσεων . Η διάγνωση βοηθείται περισσότερο με την υπερηχογραφική καθοδήγηση ιδιαίτερα σε όζους που είναι μερικώς κυστικοί και επανάληψη της βιοψίας μειώνει στο μισό το εύρος των ανεπαρκών δειγμάτων ( περίπου 10 %). Η διαγνωστική αξία εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι ύποπτες περιοχές χειρίζονται. Ευαισθησία της μεθόδου από διάφορες σειρές 68-98 % ( mean 83 %) και ειδικότητα από 72-100 % (mean 92 %)

Θεραπεία
Οι μονήρεις όζοι του θυρεοειδούς σπανίως μένουν αθεράπευτοι είτε γιατί υπάρχει η υποψία καρκίνου είτε λόγω αύξησης του όγκου τους και πιθανά πιεστικών φαινομένων είτε γιατί μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς.

Η πλειονότητα των καλοήθων μη λειτουργικών μονήρων όζων αυξάνει σε όγκο. Σε μία μελέτη 89 % των όζων που παρακολουθήθησαν για 5 χρόνια αυξήθηκαν κατά
15 % ή περισσότερο. Οι θερμοί όζοι μπορεί να μετατραπούν σε υπερλειτουργούντες σε ετήσια εξέλιξη 6 %. Ο κίνδυνος σχετίζεται θετικά με το μέγεθος του όζου και αρνητικά με την TSH.

Υπάρχει αμφισβήτηση αν ένας μονήρης όζος θα πρέπει να θεραπευθεί και αν ναι πως. Η χορήγηση θυροξίνης αποσκοπεί στη μείωση της αύξησης του μεγέθους του όζου έχει όμως σαν μειονεκτήματα τον κίνδυνο μείωσης της οστικής πυκνότητας, την παρουσία αρρυθμιών και την μακρόχρονη διάρκεια θεραπείας. Άλλη αντιμετώπιση αποτελεί η χειρουργική επέμβαση ή η λήψη θεραπευτικού ιωδίου.