Πεπτίδιο για τη θεραπεία της παχυσαρκίας σχετιζεται με το αίσθημα του κορεσμού

Βασιλική Λόη, Χημικός, EurClinChem,Τμήμα Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού
ΓΝΑ « Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»

Τις τελευταίες δεκαετίες η συχνότητα της παχυσαρκίας αυξάνει καταιγιστικά, όχι μόνο στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στις αναπτυσσόμενες, λαμβάνοντας τη μορφή επιδημίας.Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των ατόμων στον πλανήτη που είναι υπέρβαρα αγγίζει πλέον τον αριθμό του 1 δισεκατομμυρίου ενώ οι παχύσαρκοι φτάνουν τα 300 εκατομμύρια.
Η παχυσαρκία ορίζεται ως μία ακραία κατάσταση αποταμίευσης λίπους που δημιουργεί μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές στον οργανισμό.

Οι παχύσαρκοι ασθενείς υπόκεινται σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν διάφορες παθήσεις, όπως υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, νοσήματα του αναπνευστικού, ορμονολογικές διαταραχές και καρδιαγγειακά νοσήματα.

Κλινικά η κατηγοριοποίηση  των ατόμων σε ελλειποβαρή, φυσιολογικά, υπέρβαρα και παχύσαρκα γίνεται με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ο οποίος ορίζεται ως το βάρος του σώματος (Kg) διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους (Kg/m2). Τα προτεινόμενα όρια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αναγράφονται στον Πίνακα 1.


Πίνακας 1. Η διεθής ταξινόμηση των ενηλίκων σύμφωνα με το Δείκτη Μάζας Σώματος

ΔΜΣ (Kg/m2)

Ελλειποβαρής

<18,5

Κανονικός

18,5 – 24,99

Υπέρβαρος

≥ 25,00

Παχύσαρκος

≥ 30,00

 

Ο ΔΜΣ  αντανακλά το ολικό σωματικό λίπος τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Ο βαθμός όμως που θα επηρεασθεί η υγεία εξαρτάται και από την κατανομή του λίπους. Η εκτίμηση της κατανομής του λίπους γίνεται με τις μετρήσεις των περιφερειών του ανθρώπινου σώματος όπως η περιφέρεια μέσης, η περιφέρεια γλουτών και o λόγος περιφέρειας μέσης προς περιφέρεια ισχίων  (Πίνακας 2).

 

Πίνακας 2: Ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές περιφέρειας μέσης και λόγου περιφέρειας μέσης-ισχίων σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας

 

Κίνδυνος

Περιφέρεια μέσης

Λόγος Περιφέρειας Μέσης- Ισχίων
 

Αυξημένος

Ιδιαίτερα Αυξημένος

Αυξημένος

ΑΝΔΡΕΣ

>94 cm

>102 cm

> 1,0

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

>80 cm

>88 cm

> 0,85

 

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχει ως στόχους τη μείωση του σωματικού βάρους  και τη διατήρηση της μείωσης αυτής στη διάρκεια του χρόνου. Η επίτευξη των στόχων  αυτών γίνεται  αρχικά με δίαιτα και άσκηση. Στους ασθενείς που  η προσπάθεια αλλαγής του τρόπου ζωής δεν έχει καμία επίπτωση στη μείωση του βάρους (ή η μείωση που επιτυγχάνεται δεν κρίνεται ικανοποιητική) θα πρέπει να εξετάζεται η φαρμακευτική αγωγή ή η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Αν και η  παχυσαρκία είναι η συχνότερη νόσος στις Δυτικές χώρες, αποτελεί  μια από τις λίγες παθήσεις που για την αντιμετώπισή της υπάρχουν τόσο λίγα φάρμακα.

Αν και διάφοροι παράγοντες όπως γενετικοί, ορμονικοί και περιβαλλοντικοί επηρεάζουν τη σύσταση και το βάρος του σώματος η αιτιοπαθογένεια της παχυσαρκίας παραμένει εν πολλοίς άγνωστη.
Ενώ παλιότερα ο λιπώδης ιστός χαρακτηριζόταν ως μία παθητική αποθήκη ενέργειας, σήμερα είναι γνωστό ότι εκκρίνει μια ποικιλία βιοδραστικών πεπτιδίων – όπως η λεπτίνη-οι οποίες  επηρεάζουν την ενεργειακή ομοιόσταση και άλλες λειτουργίες του σώματος.
Παρά την αρχική αισιοδοξία, που δημιουργήθηκε με την αποκάλυψη της λεπτίνης (θεωρήθηκε ορμόνη «κλειδί» για την παχυσαρκία), στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι πολύ σπάνια η παχυσαρκία οφείλεται σε έλλειψη λεπτίνης. Ένα άλλο πεπτίδιο που

τελευταία φαίνεται ότι συσχετίζεται με την παθογένεια της παχυσαρκίας είναι το πεπτίδιο ΥΥ3-36  PYY.
Το πεπτίδιο ΥΥ3-36 (ΡΥΥ) αποτελεί το πεπτιδικό τμήμα μιας ορμόνης που παράγεται από το λεπτό έντερο για να προκαλέσει το αίσθημα του χορτασμού. Σε μια κλινική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine [349:941-8 (2003)] βρέθηκε, ότι έγχυση του πεπτιδίου αυτού μειώνει τα επίπεδα γκρελίνης (μιας ορμόνης που διεγείρει την όρεξη) στο πλάσμα τόσο στα παχύσαρκα όσο και στα αδύνατα άτομα. Τα μειωμένα επίπεδα της γκρελίνης συσχετίσθηκαν κλινικά με το γεγονός ότι παχύσαρκοι αλλά και αδύνατοι υγιείς εθελοντές, στους οποίους χορηγήθηκε με ενδοφλέβια έγχυση το πεπτίδιο αυτό κατανάλωσαν 30% λιγότερες θερμίδες από την ομάδα στην οποία χορηγήθηκε placebo, όταν, αργότερα, στη διάρκεια της μέρας, τους προσφέρθηκε τροφή. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν, ότι, σε αντίθεση με άλλες ουσίες, όπως η λεπτίνη (ορμόνη που παράγεται στο λιπώδη ιστό), τα παχύσαρκα άτομα δεν εμφανίζουν αντίσταση στην ανορεκτική δράση του PYY. Επιπρόσθετα, από τη σχετική μελέτη διαπιστώθηκε, ότι τα ενδογενή επίπεδα του ΡΥΥ τόσο κατά τη διαπεπτική περίοδο όσο και κατά την περίοδο πέψης ήταν χαμηλότερα στα παχύσαρκα άτομα απότι στα αδύνατα και συσχετίσθηκαν αρνητικά με το δείκτη μάζας σώματος. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει, ότι έλλειψη του πεπτιδίου αυτού ίσως σχετίζεται με την παθογένεια της παχυσαρκίας.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα οι προσδιορισμοί λεπτίνης, γκρελίνης, PYY και άλλων ουσιών που σχετίζονται με τη διάγνωση και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας δεν εφαρμόζονται σε εργαστήρια ρουτίνας. Ωστόσο κάτι τέτοιο ίσως

αλλάξει σύντομα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι οι προσδιορισμοί της ινσουλίνης και της θυροξίνης φάνταζαν «εξωτικοί» πριν την ανάπτυξη των ανοσοχημικών μεθόδων.