Αντωνία Μανούσου, Ψυχολόγος, Ψυχολόγος υγείας, [email protected]
Τα ενδοκρινολογικά και μεταβολικά νοσήματα περιλαμβάνουν μια μεγάλη γκάμα δυσλειτουργιών στο σώμα μας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όπως κάθε ασθένεια, πόσο μάλλον ένα μεταβολικό νόσημα, να επηρεάζει και ένα μεγάλο κομμάτι των νοητικών και ψυχικών λειτουργιών. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μαθαίνει, σε όποια ηλικία και να είναι, ότι πάσχει από διαβήτη, αυτόματα καταλαβαίνει ότι αυτό θα φέρει κάποιες αλλαγές στη ζωή του, στον τρόπο που ζει. Η αναγνώριση και αποδοχή της ασθένειας είναι μια διαδικασία επίπονη αλλά και αρκετά σημαντική για την πορεία της. Σε ότι αφορά τα ενδοκρινολογικά νοσήματα συγκεκριμένα, υπάρχουν έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις λόγω της φύσης της ασθένειας και αυτό έχει ως συνέπεια την αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς του ατόμου. Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς την ανάγκη του ασθενούς να νιώθει ότι δεν είναι μόνος σε αυτή την προσωπική διαδρομή που ξεκινάει αλλά έχει μαζί του ανθρώπους – επιστήμονες, ειδικούς, οι οποίοι θα είναι εκεί να ακούσουν την κάθε δυσκολία αλλά και να επιβραβεύσουν την προσπάθεια του και τη θέληση για ζωή.
Ακουμπώντας πάνω σε αυτή την ανάγκη του ανθρώπου που νοσεί, γιατροί, ψυχίατροι, ψυχολόγοι και νευρολόγοι ένωσαν τις δυνάμεις τους στις αρχές του 20ου αιώνα και δημιούργησαν το βιοψυχoκοινωνικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτό, «η υγεία ορίζεται ως μια ολότητα όπου η σωματική, διανοητική και συναισθηματική υπόσταση του ατόμου λειτουργούν συνολικά, αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους και παράλληλα βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον». (Παπαδάτου, Αναγνωστόπουλος, 1999) Η ύπαρξη μιας τέτοιας θεώρησης, δημιουργεί το έδαφος για περαιτέρω διερεύνηση στο πώς λειτουργεί η ποιότητα ζωής του ατόμου περιλαμβάνοντας τη ψυχο-συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, στην εξέλιξη της ζωής του και στην πιθανή εμφάνιση κάποιας νόσου. Το βιοψυχοκοινωνωνικό μοντέλο υποστηρίζει δυο όρους που είναι αρκετά διαδεδομένοι τα τελευταία χρόνια και χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν μια ασθένεια. Αυτοί είναι οι «ψυχοσωματικές» και οι «σωματοψυχικές». Ως ψυχοσωματικές, χαρακτηρίζονται οι ασθένειες με οργανικά συμπτώματα που οφείλονται σε ψυχολογικούς παράγοντες. Αντίθετα, σωματοψυχικές χαρακτηρίζονται οι ψυχικές διαταραχές που οφείλονται σε οργανικά αίτια. Στο άκουσμα των δυο αυτών λέξεων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι σώμα και ψυχή, με όποιο τρόπο και αν τα συνδυάσει είναι ένα. Αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Όσο πιο γρήγορα γίνει αντιληπτό, δίνεται η δυνατότητα για πρόληψη και κατ’ επέκταση ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο.
Για να αποκτήσει κανείς αυτή τη γνώση, χρειάζεται να έρθει κοντά στον εαυτό του και πιο συγκεκριμένα στο συναίσθημά του. Να αποκτήσει αυτό που ονομάζεται «συναισθηματική επίγνωση». Είναι παραπάνω από αναγκαίο να αναγνωρίζουμε κάθε στιγμή τη συναισθηματική μας κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι ταυτόχρονα με αυτό αναγνωρίζουμε τι προκάλεσε το συγκεκριμένο συναίσθημα ή συναισθηματική κατάσταση και βάζουμε ως στόχο να αναζητήσουμε τη λύση του, δηλαδή το που θέλουμε να είμαστε συναισθηματικά. Η αναγνώριση της συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου, δημιουργεί ένα επιπλέον σκαλοπάτι προς την έκφραση του με όποιον τρόπο κι αν γίνει και αυτό από μόνο του είναι αρκετά ανακουφιστικό. Η έκφραση των συναισθημάτων που βιώνει το άτομο την κάθε στιγμή, λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για το σώμα του και τον οργανισμό του. Συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν με λόγια ή με πράξεις, όπως θυμός, λύπη, ντροπή, αλλά διοχετεύτηκαν στα πιο βαθιά σημεία της ψυχής του ατόμου, θα εκφραστούν σε χρόνο ανύποπτο μέσα από το σώμα του. Για να μπορέσει, λοιπόν, κανείς να διατηρεί υγιές το σώμα του, είναι απαραίτητο να διατηρεί «καθαρή» και υγιή την ψυχή του.
Σε αυτή τη διαδικασία, η οποία είναι αρκετά δύσκολη και επίπονη, ο ψυχολόγος είναι εκείνος ο επιστήμονας -άνθρωπος, ο οποίος μέσα από την επιστημονική του κατάρτιση και σε συνεργασία με συναδέλφους των υπόλοιπων ειδικοτήτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση διαιτολόγοι, ενδοκρινολόγοι, νοσηλευτές, παθολόγοι, μπορεί να συμβουλέψει, να κατευθύνει, να στηρίξει και να βοηθήσει ανάλογα τον ασθενή προκειμένου να τον οδηγήσει όπου ο ίδιος επιλέξει να είναι. Πιο συγκεκριμένα, ο ρόλος του ψυχολόγου είναι σημαντικός τόσο πριν την εμφάνιση όποιας ασθένειας όσο και μετά. Όταν μιλάμε για ένα υγιές σωματικά άτομο, είναι σημαντικό να γνωρίζει τη σημασία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας η οποία τον φέρνει σε επαφή με τον εαυτό του και τον θωρακίζει έτσι ώστε να λιγοστέψουν οι πιθανότητες να νοσήσει σωματικά. Στην περίπτωση κάποιας νόσου, εκεί ο ρόλος του ψυχολόγου είναι περισσότερο υποστηρικτικός.
Όπως προαναφέρθηκε, σε μια αξιολόγηση ασθενούς που πάσχει από κάποιο ενδοκρινολογικό νόσημα, η ολιστική προσέγγιση της διεπιστημονικής ομάδας είναι εξαιρετικά σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής θα αξιολογηθεί από τον κάθε ειδικό ξεχωριστά, θα λάβει όμως θεραπεία ολιστική. Η επιστημονική ομάδα έχει κοινούς στόχους. Αυτοί είναι, πρώτον να διατηρηθεί η ποιότητα ζωής του ασθενούς όσο είναι δυνατόν και δεύτερον να μπορέσει ο ασθενής να αναλάβει την ασθένεια του, να πάρει δηλαδή την ευθύνη που του αναλογεί.
Ζούμε σε μια χώρα όπου μέσα από την κουλτούρα της έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε το όποιο πρόβλημα μας συμβαίνει σαν να μην είναι μόνο δικό μας. Είναι σπουδαίο το ότι το μοτίβο της οικογένειας είναι ακόμα αυτό που κυριαρχεί στην Ελλάδα και έτσι όταν αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ένα μέλος, «πονάνε» και τα υπόλοιπα. Οπότε είναι ανακουφιστικό το ότι θα «ακουμπήσουμε» το πρόβλημα μας στη μάνα, στον πατέρα, τον αδερφό, το φίλο. Άρα, σε αυτή την περίπτωση ο ψυχολόγος είναι «περιττός». Είναι συχνό το φαινόμενο να ακούγονται φράσεις όπως: «Πες τα σε μένα, τι τους θες τους ψυχολόγους», ή «Έχω τον κολλητό μου, γιατί να πάω σε ψυχολόγο». Ο ρόλος της οικογένειας είναι και θα παραμείνει σημαντικός στη ζωή του καθενός. Θα πρέπει όμως να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί μια τέτοια σχέση να βοηθήσει αντικειμενικά και σε ένα ανώτερα επιστημονικά επίπεδο έναν άνθρωπο ο οποίος διαπραγματεύεται την αποδοχή μιας ασθένειας και κατ’ επέκταση μια καινούρια συνθήκη ζωής.
Η αναγνώριση και έκφραση συναισθημάτων δημιουργεί τις βάσεις για να προφυλάξουμε το σώμα μας από θαμμένα συναισθήματα που το αρρωσταίνουν. Η αλλαγή του τρόπου ζωής και η αποδοχή της ασθένειας αποτελούν σημαντικά κομμάτια για να έχει ο ασθενής μια καλή ποιότητα ζωής. Η ομάδα φροντίδας λειτουργεί με στόχο την ενδυνάμωση του ασθενούς προκειμένου να αντιμετωπίσει με πίστη και στωικότητα την ασθένειά του. Ο ψυχολόγος είναι το μέλος αυτή της ομάδας που του υπενθυμίζει:
«Η ασθένεια ήρθε για να σου θυμίσει τη δύναμη που κρύβεις μέσα σου.»
«Να αγαπάς τον εαυτό σου και να του το δείχνεις.»