Αντωνία Μανούσου, Ψυχολόγος- Ψυχολόγος Υγείας
Επιστημονική συνεργάτης του τμήματος Ενδοκρινολογιας και Μεταβολισμού
του ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»
Η λέξη «πόνος» έχει πολλές διαστάσεις και κατά καιρούς χρησιμοποιείτε για να εκφραστεί το αρνητικό συναίσθημα που προκαλείται από κάποιο φυσικό ερέθισμα. Σύμφωνα με τη θεωρία του πόνου, η αίσθηση του πόνου, αν και είναι δυσάρεστη είναι απαραίτητη. Αν δεν είναι κανείς ικανός να αισθανθεί τον πόνο, είναι πιθανόν αυτός ο άνθρωπος να αυτοτραυματιστεί ή ακόμα και να αυτοκτονήσει. Για παράδειγμα, ας φανταστεί κανείς κάποιον ο οποίος έχει σπάσει το πόδι του, δεν αισθάνεται τον πόνο και συνεχίζει να το χρησιμοποιεί. Προφανώς το πόδι του θα παρουσιάσει αναπηρία σε σύντομο χρονικό διάστημα. Από αυτό το παράδειγμα συμπεραίνει κανείς ότι η αίσθηση του πόνου είναι σημαντική για να συνεχίσει κανείς να λειτουργεί και να επιβιώνει (Pitts and Phillips, 2001)
Τον όρο «πόνος» τον έχουμε συναντήσει ως πρώτο ή δεύτερο συνθετικό λέξεων, στις οποίες προσδιορίζεται η αιτία του πόνου π.χ πονόδοντος, στομαχόπονος, πονόλαιμος κλπ. Οι ερευνητές, προκειμένου να κατηγοριοποιήσουνε τα είδη του πόνου, ως προς τη διάρκεια και την ένταση,επέλεξαν δυο μεγάλες ομάδες και κατέταξαν τον όρο του «πόνου» σε οξύ και χρόνιο πόνο. Ως οξύς πόνος έχει οριστεί κάθε μικρής διάρκειας δυνατός πόνος, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά και προκαλείται από φυσικά και εξωτερικά αίτια (π.χ βαθύ κόψιμο από ένα αντικείμενο). Ως χρόνιος πόνος ορίζεται ο βαθύς, μακράς διάρκειας και δυσεπίλυτος πόνος, ο οποίος μπορεί να αυξηθεί σε διάρκεια και ένταση κατά την πάροδο του χρόνου και προκαλείται από εσωτερικά-οργανικά αίτια. Στο χώρο της ιατρικής, χρόνιες ασθένειες όπως ο καρκίνος και ασθένειες των οστών, των αρθρώσεων και των μυών, χαρακτηρίζονται από χρόνιους πόνους και είναι ένας από τους λόγους όπου αυτό το είδος πόνου έχει απασχολήσει περισσότερο τους ειδικούς (γιατρούς, φυσιοθεραπευτές, ψυχολόγους κλπ), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε άλλο είδος πόνου είναι λιγότερο σημαντικό.
Η αντιμετώπιση μιας χρόνιας ασθένειας απαιτεί σημαντική προσπάθεια και μεγάλη επιδεξιότητα από τον ασθενή, για να μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες και συνεχώς εναλλασσόμενες καταστάσεις που θα συναντήσει.΄Ερευνες έδειξαν ότι η διατήρηση της συναισθηματικής ισορροπίας, των κοινωνικών σχέσεων, της αυτοεκτίμησης και η υπακοή στη φαρμακευτική περίθαλψη, είναι τα κοινά χαρακτηριστικά κάποιων χρόνιων παθήσεων όπου καλούνται οι ασθενείς να εξασφαλίσουν, προκειμένου να βιώσουν όσο πιο ανώδυνα γίνεται μια δυσάρεστη κατάσταση. (Kuijer et al, 2003) Η προσωπικότητα του ασθενή, οι συμπεριφορές στον πόνο, οι στρατηγικές αντιμετώπισης του πόνου και το κοινωνικό περιβάλλον, είναι εκείνοι οι παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν το πως ο άνθρωπος βιώνει την ασθένειά του.
Η αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου σχετίζεται άμεσα με τις συμπεριφορές όπου δείχνει ο ασθενής στον πόνο και με τις στρατηγικές που χρησιμοποιεί όταν πονάει, προκειμένου να επουλώσει αυτό το συναίσθημα. Ειδικοί, και κυρίως ψυχολόγοι, έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με αυτό το θέμα προκειμένου να δώσουν την ευκαιρία στους ασθενείς να «πάρουν την ασθένειά τους στα χέρια τους». Στόχος των ειδικών είναι να κάνουν τη ζωή των ασθενών πιο λειτουργική, να τους προσφέρουν τη δυνατότητα να εργάζονται και επίσης, να τους διδάξουν τον τρόπο να ζούνε πιο αποδοτικά με τον πόνο. Δυο από τις πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις είναι η συμπεριφοριστική θεραπεία και η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία.
Η συμπεριφοριστική προσέγγιση έχει χρησιμοποιηθεί για την θεραπεία διαφόρων ειδών πόνου, όπως πονοκέφαλος, πόνος στην πλάτη και στα κόκαλα. Στοχεύει κυρίως στην μείωση της ανικανότητας του ασθενούς να ενεργήσει λόγω του πόνου και στη μείωση της έκφρασης του πόνου. Ο ασθενής υιοθετεί θετικές συμπεριφορές μπαίνοντας στην διαδικασία να θέσει μικρούς στόχους με σκοπό να τους πετύχει πιο εύκολα. Οι στόχοι αυτοί εξαρτώνται από το είδος του πόνου. Για παράδειγμα, μια ασθενής με οστεοπόρωση σε αρχικό στάδιο όπου παίρνει οδηγίες από το γιατρό για τις ασκήσεις που πρέπει να κάνει, αρχίζοντας με αργούς ρυθμούς και κάνοντας λίγες ασκήσεις κάθε μέρα, η άσκηση θα γίνει μέρος της καθημερινότητας της. Ο χρόνιος πόνος που προκαλεί η οστεοπόρωση θα είναι πιο ανώδυνος όσο περνάει ο καιρός, αφού οργανισμός θα έχει συνηθίσει σε ένα υγιή τρόπο ζωής. Πολύ σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία παίζει η ενθάρρυνση που παίρνει από το περιβάλλον του ο ασθενής, είτε μέσα στην οικογένεια, είτε από το νοσηλευτικό προσωπικό, εάν επρόκειτο για ασθενείς που νοσηλεύονται. Για την ενίσχυση αυτής της προσπάθειας του ασθενούς, χρησιμοποιούνται είτε φράσεις όπως «μπράβο», «συγχαρητήρια, είδες πως τα κατέφερες», «συνέχισε την προσπάθεια και θα νιώσεις καλύτερα», είτε μέσω κάποιας ανταμοιβής (δώρα, γλυκά), μιλώντας για μικρότερες ηλικίες.
Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική προσέγγιση μοιάζει πολύ με την συμπεριφοριστική προσέγγιση, με τη διαφορά ότι στην πρώτη λαμβάνονται υπ’ όψιν οι σκέψεις και τα πιστεύω σχετικά με την εμπειρία του πόνου. Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι η αλλαγή των αρνητικών σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών του ασθενούς για την καλύτερη αντιμετώπιση του πόνου. Η προσέγγιση αυτή είναι πιο αποτελεσματική στη συνολική αλλαγή της συμπεριφοράς του ασθενούς και τον βοηθάει κατά πολύ να αλλάξει στάση ζωής παίρνοντας τον έλεγχο. Ο θεραπευτής κάνει γνωστές στον ασθενή στρατηγικές αντιμετώπισης του πόνου στην καθημερινή του ζωή. Επίσης, ο ασθενής μέσα από τη θεραπεία καταλαβαίνει το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το περιβάλλον και η προσωπική του τοποθέτηση στο πρόβλημά, με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Έτσι λοιπόν, οι καινούριες συμπεριφοριστικές και γνωσιακές ικανότητες που αποκτά ο ασθενής από την θεραπεία, έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της συμπεριφοράς του ασθενούς στον πόνο. Αυτό το σχήμα,γίνεται τρόπος ζωής για το άτομο που το χρησιμοποιεί και έτσι σε οποιοδήποτε γεγονός της ζωής του που του φέρει δυσάρεστες σκέψεις ή συναισθήματα, μπορεί να λειτουργήσει αυτόματά.
Η σπουδαιότητα του ψυχολογικού παράγοντα στην αντιμετώπιση μιας χρόνιας ασθένειας, είναι γνωστή σε όλους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο άνθρωπος δεν δίνει πάντα την απαραίτητη προσοχή στο συγκεκριμένο θέμα αγνοώντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει. Δεν γνωρίζει ότι αντιμετωπίζοντας την «κακή» ψυχολογία, κάποιος μπορεί να δει καλυτέρευση και στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει. Δίνοντας, λοιπόν, βάρος μόνο στο παθολογικό κομμάτι της πάθησής του, και «αφήνοντας» τον εαυτό του σε αυτό που του όρισε η μοίρα γίνεται «θύμα» της κατάστασής του. Οι παραπάνω θεραπείες είναι δυο πολύ σημαντικά κλειδιά για να αποφύγει κανείς μια τέτοια δυσάρεστη κατάσταση. Είναι επίσης ένας πολύ καλός τρόπος να αποδείξει κάποιος στον εαυτό του ότι τον αγαπάει και ότι μπορεί να τον κάνει να νιώσει καλά έστω και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Βρίσκοντας τον κατάλληλο θεραπευτή, μέσα σε λίγες συνεδρίες μπορεί κανείς να αισθανθεί πολύ καλύτερα και αυτό να κρατήσει για πάντα. Ο άνθρωπος πρέπει να δίνει την ίδια βαρύτητα στην ίαση της ψυχής του με αυτή της ίασης του σώματός του για να μπορεί να είναι καθ’ όλα υγιής.