Κώστα Φαινέκου
Ενδοκρινολόγου, Διευθυντού τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού και
Διαβητολογικού Κέντρου Νοσοκομείου ΕΕΣ.
Η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (που εμφανίζεται στην ώριμη ηλικία και συνήθως θεραπεύεται με δίαιτα η και χάπια) αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς παγκοσμίως.
Επιδημιολογικές έρευνες έδειξαν ότι το 1980 ο αριθμός των διαβητικών στην Ευρώπη αντιστοιχούσε στο 3% του γενικού πληθυσμού και ο αριθμός αυτός προβλέπεται να διπλασιασθεί σε ολόκληρο το Κόσμο κυρίως λόγω της καθιστικής ζωης,της κακής διατροφής,της παχυσαρκίας και της αύξησης του μέσου όρου ζωής.
Οι σοβαρότερες επιπτώσεις του διαβήτη οφείλονται στις επιπλοκές του από τα μάτια, τα νεφρά, τα νεύρα και τα αγγεία που συνήθως εκδηλώνονται σαν στεφανιαία νόσο (στηθάγχη, έμφραγμα),σαν εγκεφαλικά επεισόδια (ημιπληγίες) και γενικά σαν αγγειοπάθεια με κύριο χαρακτηριστικό τη γρήγορη ανάπτυξη αθηροσκλήρυνσης (αρτηριοσκλήρωσης).
Έχει αποδειχθεί ότι η πρόληψη της ανάπτυξης και η επιβράδυνση της εξέλιξης των επιπλοκών σχετίζεται με την έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη και την αποτελεσματική ρύθμιση της γλυκόζης (σακχάρου) του αίματος.Η διαγνωση γίνεται κυρίως από το αυξημένο σάκχαρο νηστείας και όταν υπάρχει αμφιβολία με τη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης οπου το σάκχαρο του αίματος μετριέται κάθε μισή ώρα για 2 ώρες μετά τη χορήγηση ροφήματος γλυκόζης.Η παρακολούθηση της ρύθμισης της νόσου γίνεται συνήθως πάλι με το σάκχαρο νηστείας και τη μέτρηση της γλυκοζυλιωμενης αιμοσφαιρίνης.Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι το κλάσμα εκείνο της αιμοσφαιρίνης του αίματος που γλυκοζυλιώνεται, δηλαδή συνδέεται με τη γλυκοζη,λόγω αύξησης της τελευταίας στο αίμα και είναι δείκτης της γενικότερης ρύθμισης του σακχάρου τους τελευταίους 2-3 μήνες πριν από την ημέρα της μέτρησης της.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι πέρα από το σάκχαρο νηστείας σημαντική παράμετρος για τη διαγνωση αλλα και την παρακολούθηση της θεραπείας του διαβήτη είναι η γλυκόζη του αίματος 1 η 2 ώρες μετά το φαγητό. Η γλυκόζη, όπως είναι γνωστό, μετά από ένα μεικτό γεύμα που περιλαμβάνει και άμυλο (σύνθετα σάκχαρα),αυξάνει στο αίμα και όταν αυξάνεται υπέρμετρα είναι δείκτης κακής ρύθμισης του διαβήτη αλλα και δείκτης αυξημένου κίνδυνου για την εμφάνιση επιπλοκών από το καρδιαγγειακό σύστημα.
Η παθολογικά αυξημένη γλυκόζη μετά τα γεύματα (μεταγευματικη υπεργλυκαιμια) μπορεί να υπάρχει και σε μη διαβητικά άτομα έστω και αν το σάκχαρο νηστείας είναι φυσιολογικό (κάτω από 110 mg%) η σε διαβητικά με ικανοποιητικό σάκχαρο νηστείας.
Η μεταγευματική υπεργλυκαιμια δεν εντοπίζει μόνο τα άτομα που είναι διαβητικά, και δεν είναι διαγνωσμένα γιατί το σάκχαρο νηστείας είναι φυσιολογικό, αλλα αποτελεί και έναν δείκτη για εμφάνιση επιπλοκών από τη καρδιά και τα αγγεία τοσο σε διαβητικούς ασθενείς οσο και σε υγιείς που εμφανίζουν αυτή τη διαταραχή.
Μια μεγάλη επιδημιολογική μελέτη που απέδειξε τη σχέση μεταξύ μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας και του κίνδυνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι η DECODE
(Diabetes Epidemiology Collaborative analysis of Diagnostic criteria in Europe),οπου συμμετείχαν 25.000 άτομα. Η μελέτη αυτή έδειξε ότι η θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία των ατόμων της μελέτης στη διάρκεια παρακολούθησης των 7,3 χρόνων αυξανόταν ανάλογα με το βαθμό της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας χωρίς να εμφανίζει σχέση με τη γλυκόζη νηστείας. Εδειξε επίσης ότι ο κίνδυνος θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα όταν η μεταγευματική γλυκόζη στις 2 ώρες ήταν 200 mg% η και πάνω ήταν 40% ψηλότερος σε σύγκριση με τα άτομα με μεταγευματική γλυκόζη 140 mg% και κάτω. Συμπερασματικά αυτή η μελέτη, όπως και άλλες με μικρότερο όμως αριθμό ατόμων, έδειξε ότι μόνο το σάκχαρο 2 ώρες μετά το γεύμα, και όχι το σάκχαρο νηστείας που μπορεί ακόμη να είναι και φυσιολογικό, αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κίνδυνου εμφάνισης αρτηριοσκλήρωσης και καρδιαγγειακής νόσου. Τα ίδια συμπεράσματα βγαίνουν από μελέτες που έγιναν αποκλειστικά σε διαβητικά άτομα και οπου φάνηκε ότι η εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών σχετιζόταν με τη βαρύτητα της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας και όχι με τη γλυκόζη νηστείας.
Η αναγνώριση της σημασίας της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας στη πρόκληση επιπλοκών από τη καρδιά και τα αγγεία έχει οδηγήσει τους γιατρούς αλλά και τους άρρώστους σε συχνότερες μετρήσεις του σακχάρου μετά το γεύμα τοσο για την έγκαιρη διάγνωση μιας πιθανής διαταραχής της ανοχής στη γλυκόζη, που είναι ένα προστάδιο του διαβήτη, όσο και για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της θεραπείας που παίρνει ο διαβητικός ασθενής. Στη προσπάθεια για την αποφυγή υψηλών επιπέδων σακχάρου μετά το γεύμα βοηθούν σημαντικά τα νέα αντιδιαβητικά δισκία που έχουν γρήγορη και μικρής διάρκειας δράση και χορηγούνται αμέσως πριν το γεύμα για τον έλεγχο της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας (Νατεγλινιδη-Starlit και Ρεπαγλινιδη-Novonorm) όπως και τα πολύ ταχείας δράσης ανάλογα της ινσουλίνης (Lispro).