Μεταβολικό σύνδρομο

Aλεξάνδρα θεοδωροπούλου
Eνδοκρινολόγος
[email protected]

Με τον όρο μεταβολικό σύνδρομο περιγράφεται η παρουσία μεταβολικών και μη διαταραχών που εμφανίζονται από κοινού, με συχνότητα μεγαλύτερη από την τυχαία συνύπαρξη, και που αυξάνουν τον κίνδυνο για τις καρδιολογικές παθήσεις, τον σακχαρώδη διαβήτη και άλλες χρονιές παθήσεις.

Το 1988 o G.Raven, καθηγητής στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Στάφορντ, ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το μεταβολικό σύνδρομο και το ονόμασε σύνδρομο X. Στην ιστορική του διάλεξη ο G.Raven, ανέπτυξε ότι η κεντρικού τύπου παχυσαρκία δηλαδή η συσσώρευση του λίπους κυρίως στην κοιλία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση και η διαταραχή των λιπιδίων (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια) έχουν ως αίτιο την αντίσταση στην ινσουλίνη.

Tο 2005 η διεθνής ομοσπονδία για το διαβήτη εξέδωσε έναν ορισμό του μεταβολικού συνδρόμου (www.if.org) που περιλαμβάνει:

  • οπωσδήποτε την κεντρική παχυσαρκία που ορίζεται ως η περίμετρος μέσης ≥94 εκ. για τους άνδρες και ≥80 εκ. για τις γυναίκες, και δυο η περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:
  • τριγλυκεριδια ≥150 mg/dl η ειδική αγωγή για υπερτριγλυκεριδαιμια
  • HDL χοληστερόλη <40 mg/dl για τους άνδρες και <50 mg/dl για τις γυναίκες η ειδική αγωγή για χαμηλή HDL χοληστερόλη
  • αρτηριακή πίεση ≥130/85 mmHg η αντιυπερτασική αγωγή
  • γλυκόζη νηστείας ≥100 mg/dl η προηγούμενη διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

Η συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου, με βάση τον παραπάνω ορισμό εκτιμάται στα 20-25% του ενηλίκου πληθυσμού, 25,2% στους άνδρες και 14,6% στις γυναίκες. Τα άτομα αυτά έχουν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν καρδιακά νοσήματα και εγκεφαλικά επεισόδια με σύγκριση με τα άτομα χωρίς σύνδρομο καθώς και πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Οσο περισσότεροι παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου είναι εμφανείς σε ένα άτομο τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου.

Τα βαθύτερα αίτια που προκαλούν το μεταβολικό σύνδρομο αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τους επιστήμονες. από διαφορές μελέτες φαίνεται πως το μεταβολικό σύνδρομο επηρεάζεται από μια πλειάδα γονιδιακών διαταραχών που έχουν σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη σημαντικού βαθμού κληρονομικότητας. Επίσης, σημαντικοί παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου θεωρούνται η αντίσταση στην ινσουλίνη και η κεντρική παχυσαρκία.

Η αντίσταση στην ινσουλίνη εμφανίζεται όταν τα κύτταρα του σώματος (ήπαρ, σκελετικοί μύες, λιπώδης ιστός) γίνονται λιγότερο ευαίσθητα και κατά συνέπεια ανθεκτικά στην ινσουλίνη (την ορμόνη που παράγεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος και διευκολύνει την απορρόφηση της γλυκόζης). Η γλυκόζη δεν μπορεί να απορροφηθεί, παραμένει στο αίμα και αυξάνεται (υπερινσουλινισμός), φθείροντας έτσι το βήτα κύτταρο που δεν μπορεί να παράξει άλλη ινσουλίνη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την υπεργλυκαιμία και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο καθορισμός της αντίστασης δεν είναι αναγκαίος αφού η μέτρηση της είναι δύσκολη στην κλινική πράξη.

Η κεντρική παχυσαρκία συνδέεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, επίσης, συμβάλλει στην αρτηριακή υπέρταση, στα αυξημένα επίπεδα στην ολικής χοληστερόλης, στα χαμηλά επίπεδα της HDL-χοληστερόλης και στην υπερτριγλυκεριδαιμία, αυξάνοντας έτσι τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Την κεντρική παχυσαρκία μπορούμε εύκολα να την αξιολογήσουμε χρησιμοποιώντας μια μεζούρα και μετρώντας την περίμετρο της μέσης.

Η διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου γίνεται εύκολα αξιολογώντας τις προαναφερθέντες παραμέτρους. Είναι σημαντικό όμως να διευκρινιστεί πως μόλις γίνει η διάγνωση του συνδρόμου η αντιμετώπιση του πρέπει να είναι έγκαιρη και επιθετική με στόχο να μειώσει τον κίνδυνο των καρδιαγγειακών παθήσεων και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Η διεθνής ομοσπονδία για το διαβήτη συνιστά ένα υγιεινό τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τον μέτριο περιορισμό των θερμίδων, μειώνοντας την πρόσληψη του λίπους (στοχεύοντας την μείωση του σωματικού βάρους σε ποσοστό 5-10% για τον πρώτο χρόνο), καθώς και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Αποτελέσματα μελετών που αφορούν την πρόληψη του μεταβολικού συνδρόμου έχουν δείξει πως μια μικρή μείωση του σωματικού βάρους μπορεί να καθυστερήσει για αρκετά χρόνια την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Σε ασθενείς που η αλλαγή τρόπου ζωής δεν ήταν αποτελεσματική η σε ασθενείς που θεωρούνται υψηλού καρδιαγγειακού κίνδυνου είναι απαραίτητη η φαρμακευτική αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου. Η θεραπευτική αγωγή που χρησιμοποιείται στις μέρες είναι για την κάθε ασθένεια που περιλαμβάνει το σύνδρομο χωριστά (σακχαρώδης διαβήτης, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση) αφού προς το παρόν δεν υπάρχουν φαρμακευτικά σκευάσματα που θα μπορούν να ρυθμίσουν τους παθογενετικούς μηχανισμούς του συνδρόμου και να μειώσουν τους κινδύνους του, ευελπιστώντας στο μέλλον η ερευνά στην ιατρική να μπορέσει να μας δώσει ένα τέτοιο φάρμακο.