Η στάση της τρίτης ηλικίας – Πόσοι θέλουν να κατέβουν;

Νίκος Α. Σταθόπουλος
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Aνάπτυξης
Diploma in Integrative Counselling: COSCA
[email protected]

Είμαστε απλοί επιβάτες της αμαξοστοιχίας της ζωής μας που τυχαία επιλέγει διαδρομές και αγωνιά για την επάρκεια των καυσίμων της ή μπορούμε ταυτόχρονα, όταν αισθανθούμε ενήλικες, να πάρουμε τη κενή θέση του μηχανοδηγού και να ορίσουμε τη διαδρομή της κατά το δοκούν χωρίς μεταμέλεια? Και ίσως ακόμα, πολύ καλύτερα, εάν επίσης αποφασίσουμε να σπάσουμε τον πίνακα της ένδειξης για τη στάθμη των καυσίμων της και εκείνον του ταχυμέτρου της! Και τέλος, πόσο ακόμα καλύτερα εάν αποφασίσουμε εμείς για τις στάσεις και τον ορισμό τους, αγνοώντας τις παραπλανητικές ταμπέλες που θα βρίσκουμε αναρτημένες στο δρόμο μας! Τι θα σήμαινε για μας τότε εάν αντί ταμπέλες, όπως «στάση μέσης ηλικίας», «στάση ώριμης ηλικίας», «στάση προχωρημένης ηλικίας» κλπ. αποφασίζαμε για όλες τις στάσεις της ενήλικης ζωής μας να επιλέγαμε την ίδια πάντα σήμανση: «Στάση Χωρίς Ηλικία!»

Ο ορισμός της τρίτης ηλικίας, ως χρονολογική έννοια, καθορίζεται συμβατικά και διαφέρει διαχρονικά στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Πυθαγόρας συνέκρινε τη ζωή με τις τέσσερις εποχές, ήτοι: την παιδική ηλικία (άνοιξη) από 0-20 ετών, την εφηβεία (καλοκαίρι) από 20-40 ετών, την νεότητα (φθινόπωρο) από 40-60 ετών και το γήρας (χειμώνας) από 60 και άνω. Η ιατρική επιστήμη και η καλυτέρευση των συνθηκών ζωής στις δυτικές κοινωνίες έχουν σαφώς επιμηκύνει τον μέσο όρο ζωής, εξωθώντας έτσι προς τα πάνω και τα όρια των ηλικιών που συμβατικά αναφέρονται ως ηλικιακοί σταθμοί. Ο WHO ορίζει την ηλικία των 65-74 ετών ως νέοι-ηλικιωμένοι (young-old), την ηλικία των 75-84 ετών ως ηλικιωμένοι (old) και την ηλικία των 85 και άνω ως σαφώς ηλικιωμένοι (old-old). Έτσι με τα σημερινά δεδομένα μπορούμε να ορίσουμε την αρχή της τρίτης ηλικίας κοντά στα 65. Τι σημαίνουν όμως αυτά τα όρια στη πράξη, και πως μπορούν να οριοθετήσουν συμπεριφορές και να ερμηνεύσουν στάσεις ζωής? Πόσοι μεσήλικες-έφηβοι υπάρχουν γύρω μας, και πόσοι γέροντες -έφηβοι!

Σε ένα συμβολικό παραμύθι, το κοριτσάκι των 8 ετών περιμένει την ημέρα των γενεθλίων του να παρατηρήσει στον καθρέπτη την αλλαγή της πηγαίνοντας από τα 8 στα 9. Έχει δει φωτογραφίες της μητέρας της που ήταν τότε και αυτή στην ηλικία των 8 ετών και τώρα τη συγκρίνει με την εικόνα που δείχνει στα 35 της. Όμως η αλλαγή δεν έρχεται, και όσο και αν περιμένει με την ίδια αγωνία και την επόμενη χρονιά μπροστά στον καθρέπτη, δεν βλέπει καμία αλλαγή από τα 9 στα 10. Ούτε από τα 10 στα11 και ούτω καθ’ εξής. Μόνο πολύ αργότερα στη ζωή της, θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα δεν αφήνει μία ηλικία και μπαίνει σε μία άλλη, κάθε επέτειο των γενεθλίων της, αλλά μεταφέρει πάντα μέσα της και όλες τις υπόλοιπες ηλικίες της από τότε που θυμάται τον εαυτό της μέχρι και τη παρούσα στιγμή. Είμαστε σαν τις ρώσικες κούκλες, τις μπάμπουσκες, που μέσα μας φέρνουμε όλες τις παρελθούσες ηλικίες της ζωή μας, και στα 70 μας δεν παύουμε να είμαστε 60, είτε 40, είτε 20! Πόσο αξία έχει λοιπόν για τον προσδιορισμό της ηλικίας που βιώνει ένας ενήλικας, ένας μονάχα αριθμητικός υπολογισμός βασισμένος στα προσδόκιμο ζωής της εκάστης εποχής? Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις επιπτώσεις του χρόνου στο φθαρτό μέρος της ύπαρξής μας, η πραγματική ηλικία του καθενός μας δεν μπορεί μονοδιάστατα να ορίζεται μόνο από τα χρόνια που βρίσκεται εν ζωή. Ο καθορισμός της πραγματικής ηλικίας δεν είναι η αποτύπωση ενός απλού αριθμού αλλά η αίσθηση της εσωτερικής προβολής των εκάστοτε επικαλουμένων βιωμένων εμπειριών όλης της παρελθούσας ζωής μας αποτυπωμένων σε ένα δια- ηλικιακό χαρτί που ο καθένας από εμάς ανάλογα ορίζει τις συντεταγμένες του.

Αυτό που μάλλον έχει σημασία μιλώντας για τους ηλικιακούς σταθμούς της ζωής μας, και ιδιαίτερα για τον σταθμό της τρίτης ηλικίας, είναι το αποτύπωμα του ανύσματος της πνευματικής διάστασης του καθενός μας προβαλλόμενο στον ηλικιακό μας άξονα μέσα στον πολυδιάστατο χώρο της ύπαρξής μας. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο αναφέρεται στη συμβατότητα του μεγέθους του πνευματικού μας ανύσματος με εκείνο της ημερολογιακής μας ηλικίας.

Πιο συγκεκριμένα: Θεωρώ ότι όλοι μας έχουμε αισθανθεί σε κάποιες στιγμές της ζωής μας ένα «κενό». Αυτό που ορίζεται όταν ενώ νοιώθουμε όλο μας το «είναι» γεμάτο από την ύπαρξή μας, αυτή αφήνει ένα μέρος που δεν το περιλαμβάνει
Το κενό αυτό το αισθανόμαστε σε κάθε ηλικία, όμως η επίγνωσή του αυξάνεται με την ηλικία και ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τη κρίση νοήματος ή ακόμα καλύτερα με τον ορισμό του εαυτού μας. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μία σταθερή ατομική υπόσταση, όπως θέλουμε να βλέπουμε τον αυτό μας, αλλά μία σχέση που αναφέρεται προς την ουσία της ύπαρξής μας αυτής καθεαυτής την οποία και καλούμαστε εμείς τώρα να ορίσουμε. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι το κενό αφορά στη απουσία γενικά νοήματος για τη ζωή. Αυτό το εσωτερικό κενό αυτόματα τότε γίνεται απέραντο και εμείς μεταφερόμαστε μετέωροι από πάνω του, φέροντες τον μανδύα της υπαρξιακής μας ανασφάλειας. Η διαπίστωση αυτή εν πρώτοις, φέρνει τρόμο, απόγνωση και απελπισία.

Μα όταν αργότερα η έλλειψη νοήματος ζωής μας γίνει αποδεκτή, τότε η αποδοχή αυτή μεταμορφώνεται σε πρόκληση για την δημιουργία πλέον ενός προσωπικού νοήματος για τη ζωή. Και αν αποφασίσουμε να πορευτούμε σε αυτόν τον άξονα, τότε το καλύτερο όχημα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε είναι αυτό που ονομάζουμε «πνευματικότητα». Είναι ένα όχημα που φτιάχνει ο καθένας μόνος του και που μπορεί ελεύθερα να το τροποποιεί μέχρι να τον βοηθήσει να φτάσει με ασφάλεια στο δικό του προορισμό – αυτό που θα σημάνει «το προσωπικό νόημα της ζωής του»

Έτσι η πνευματικότητα μπορούμε να πούμε ότι είναι η κύρια πρόκληση της τρίτης ηλικίας – η πρόκληση να γεμίσει το κενό που μεγαλώνει με την ηλικία μέσα μας. Το κενό που πάντα υπήρχε, απλά η επίγνωση της ύπαρξής του μας γίνεται περισσότερο εμφανής τώρα. Στο σταθμό της τρίτης ηλικίας.

Με ποιο τρόπο η πνευματικότητα μπορεί να γεμίσει αυτό το κενό μέσα μας? Και εδώ η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μονοσήμαντα προσωπική. Όποια όμως και εάν είναι η προσωπική μας απάντηση στο ερώτημα αυτό, ας μη ξεχνάμε ότι η πνευματικότητα εμπεριέχει και μία αφαιρετική ιδιότητα, με την έννοια ότι το υπαρξιακό κενό μέσα μας μπορεί να γεμίσει όχι μόνο με τη πλήρωσή του από κάτι άλλο, αλλά και από το δόσιμο των αποθεμάτων μας και από την προσφορά μας – η πνευματικότητα αφορά και στα δύο – μειώνω το κενό γεμίζοντας το από το βάθεμα της επίγνωσής μου αλλά και από το μοίρασμα των εμπειριών μου και την προσφορά μου – και ίσως η δεύτερη προσέγγιση να είναι εκείνη που σίγουρα και γρήγορα ανταποκρίνεται στην πρόκληση της έλλειψης του νοήματος της ζωής.