Η διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας

Ντιάνα Χαρίλα
Ψυχολόγος-Δρ. Κλινικής Ψυχολογίας
Εργαστήριο Ψυχολογικής Συμβουλευτικής Φοιτητών, ΕΚΠΑ
[email protected]

Η διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας συμπεριλήφθηκε ως ξεχωριστή διαγνωστική κατηγορία των διαταραχών πρόσληψης τροφής στην τέταρτη έκδοση του DSM-IV(3α) το 1994. Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής της υπερφαγίας είναι η ύπαρξη επαναλαμβανόμενων επεισοδίων υπερφαγίας με παρουσία ακατάλληλης αντισταθμιστικής συμπεριφοράς, η οποία είναι χαρακτηριστική για την ψυχογενή βουλιμία,(4) έλλειψη ελέγχου πάνω στην διατροφική συμπεριφορά(5) και άγχος σχετικά με τα επεισόδια υπερφαγίας. Πιο συγκεκριμένα, τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5(3β) (η πιο πρόσφατη έκδοση του DSM) για την διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας είναι τα ακόλουθα:

Α. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας (binge eating). Ένα επεισόδιο υπερφαγίας χαρακτηρίζεται και από τα δύο ακόλουθα:

  • λήψη τροφής σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ωρών). Η ποσότητα τροφής είναι μεγαλύτερη από αυτή που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να φάνε μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα και κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
  • αίσθηση έλλειψης ελέγχου στο φαγητό κατά τη διάρκεια του επεισοδίου (π.χ. αίσθημα πως δεν μπορεί το άτομο να σταματήσει ή να ελέγξει τι και πόσο τρώει)

Β.Τα επεισόδια υπερφαγίας συνδέονται με τρία ή
περισσότερα από τα παρακάτω στοιχεία:

  • Κατανάλωση τροφής με γρηγορότερο ρυθμό από το συνηθισμένο
  • Kατανάλωση τροφής, ακόμη και όταν το άτομο νιώθει κορεσμό
  • Κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, ακόμη και όταν κάποιος δεν πεινάει
  • Το άτομο τρώει μόνο του, γιατί ντρέπεται λόγω της υπερβολικής λήψης τροφής
  • Αισθήματα αηδίας, ενοχής και κατάθλιψης, κατακλύζουν το άτομο, έπειτα από κάθε επεισόδιο υπερφαγίας

Γ.Εμφάνιση άγχους λόγω της ύπαρξης του προβλήματος της υπερφαγίας
Δ.Τα επεισόδια υπερφαγίας παρατηρούνται κατά μέσο όρο τουλάχιστον 2φορές την εβδομάδα για διάστημα περίπου 6μηνών

Παρόλο που στην ψυχογενή βουλιμία και στην διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας υπάρχει αξιολόγηση του εαυτού με βάση την εικόνα σώματος, η ένταση της αντίληψης αυτής διαφέρει: τα άτομα με διαταραχή της υπερφαγίας δεν έχουν τόσο αυξημένες και τελειοθηρικές απαιτήσεις από την σωματική τους εικόνα σε σχέση με εκείνα με ψυχογενή βουλιμία.
Σε συναισθηματικό επίπεδο και στις δύο διαταραχές υπάρχουν συναισθήματα ντροπής και ενοχής για τα επεισόδια υπερφαγίας, αλλά είναι λιγότερο έντονα και διαρκή στα άτομα με διαταραχή της υπερφαγίας. Στα υπερφαγικά άτομα η ενοχή αφορά κυρίως στην αύξηση του βάρους, ενώ στα βουλιμικά στη χρήση καθαρτικών μέσων. Γενικά, οι υπερφαγικοί ασθενείς βιώνουν έντονη δυσφορία για τις υπερφαγικές τους κρίσεις ή για το άνω του φυσιολογικού βάρος τους. Συνήθως, οι υπερφαγικοί που βιώνουν άγχος για τις υπερφαγικές τους κρίσεις έχουν μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου κατά τις κρίσεις τους από εκείνους που βιώνουν άγχος μόνο για την αύξηση του βάρους τους. Επίσης, οι υπερφαγικοί με απώλεια ελέγχου στις κρίσεις τους παρουσιάζουν και μεγαλύτερη δυσκολία στους διαιτητικούς περιορισμούς.(6) Στην διαταραχή της υπερφαγίας τα επεισόδια υπερφαγίας συνυπάρχουν με το ιστορικό μιας γενικής τάσης υπερφαγίας, κάτι που οδηγεί σε παχυσαρκία, παρά με το ιστορικό προσπαθειών περιορισμών διατροφής, που χαρακτηρίζει τις άλλες διαταραχές πρόσληψης τροφής.(4) Σε συγκριτική μελέτη ατόμων με ψυχογενή βουλιμία μη καθαρτικού τύπου και ατόμων με διαταραχή υπερφαγίας έχουν παρατηρηθεί ότι: τα άτομα με διαταραχή υπερφαγίας είναι μεγαλύτερης ηλικίας, με μεγαλύτερη διάρκεια στη διαταραχή, με μεγαλύτερη διακύμανση βάρους, καθώς και με χαμηλότερη τιμή στη διάσταση της ιδιοσυγκρασίας που χαρακτηρίζεται ως «Επιμονή» από τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία μη καθαρτικού τύπου. (7)

Έναρξη, επιδημιολογία, πορεία της διαταραχής της υπερφαγίας
Τις περισσότερες φορές η έναρξη της διαταραχής της υπερφαγίας συμβαίνει περίπου στην αρχή της ενήλικης φάσης (22 με 25 ετών). Η εμφάνιση έχει ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα από την ψυχογενή ανορεξία και την ψυχογενή βουλιμία (4%-7% στον γενικό πληθυσμό), ενώ στα παχύσαρκα άτομα η διαταραχή της υπερφαγίας αγγίζει το 5 με 8%. Εκτιμάται ότι το 20% του γενικού γυναικείου πληθυσμού υποφέρει από μη κλινικά επεισόδια υπερφαγίας(3), ενώ η διαταραχή της υπερφαγίας εκδηλώνεται στις γυναίκες 1.5 φορές πιο συχνά από ότι στους άνδρες.(8) Στα θεραπευτικά κέντρα αφορά το 30% αυτών που ζητούν βοήθεια για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Η έναρξη της νόσου φαίνεται να παίζει ρόλο στην πορεία της διαταραχής. Οι ασθενείς που αρχίζουν τα υπερφαγικά επεισόδια νωρίς, πριν την ηλικία των 18, αναφέρουν απουσία επεισοδίων υπερφαγίας ακόμα και για μεγάλες περιόδους αλλά και περιόδους έντονων και συχνών υπερφαγικών επεισοδίων, υπάρχει δηλαδή μια διακύμανση ως προς την συχνότητα των κρίσεων υπερφαγίας σε σχέση με τις ασθενείς που άρχισαν τα υπερφαγικά επεισόδια σε μεγαλύτερη ηλικία(9). Επίσης, στις γυναίκες που η διαταραχή της υπερφαγίας ξεκινά νωρίς, σε σχέση με εκείνες που η έναρξη συμβαίνει αργότερα, υπάρχει μεγαλύτερη ανησυχία για το βάρος του σώματος, μη ικανοποίηση από την σωματική εικόνα (βάρος-σχήμα), αξιολόγηση του εαυτού μέσω της εικόνας σώματος, καθώς και ανησυχία για το πώς αξιολογούν την σωματική τους εικόνα οι άλλοι.(9)

Συνοσηρότητα
Η κυριότερη ψυχιατρική διαταραχή που συνυπάρχει με τη διαταραχή υπερφαγίας είναι η κατάθλιψη, όπου οι υπερφαγικοί αυξάνουν τις υπερφαγικές κρίσεις και κατά συνέπεια το βάρος τους κατά την περίοδο που έχουν κατάθλιψη. Εκτός όμως από προδιαθεσιακός παράγοντας η κατάθλιψη φαίνεται να προκαλείται ως αποτέλεσμα των αισθημάτων αδυναμίας και αβοηθητότητας που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι να ελέγξουν την αύξηση του βάρους τους. Η δεύτερη σε συχνότητα συνυπάρχουσα διαταραχή είναι οι αγχώδεις διαταραχές. Το άγχος φαίνεται να αποτελεί ένα κεντρικό μηχανισμό σε πολλές διαταραχές πρόσληψης τροφής. Από τις διαταραχές προσωπικότητας, η ιδεοψυχαναγκαστική φαίνεται να συνδέεται με την συμπεριφορά της υπερφαγίας. (10)

Γνωσιακός μηχανισμός
Η παθολογική διατροφική συμπεριφορά της υπερφαγίας, γίνεται μέσον αντιμετώπισης δυσάρεστων καταστάσεων, αφού φαίνεται να μειώνει ο άγχος. (11) Στην διαταραχή της υπερφαγίας, όπου απουσιάζουν οι καθαρτικές συμπεριφορές, το άτομο οδηγείται σε αύξηση του βάρους η οποία του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα και ασχολείται με την σωματική του εικόνα. Παράλληλα, τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα γίνονται εκλυτικά ερεθίσματα. Ο παραπάνω γνωσιακός φαύλος κύκλος διατηρεί το άτομο στην διαταραχή της υπερφαγίας

Πολλές φορές, των υπερφαγικών επεισοδίων μπορεί να προηγούνται περίοδοι δίαιτας. (12) Ο ιδιαίτερος γνωσιακός μηχανισμός στα υπερφαγικά άτομα έχει φανεί και από συγκριτικές μελέτες σε άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία με και χωρίς υπερφαγικά επεισόδια. Τα παχύσαρκα άτομα με υπερφαγικά επεισόδια παρουσίαζαν μεγαλύτερη ανησυχία για το βάρος και το σχήμα του σώματος από εκείνα χωρίς επεισόδια υπερφαγίας, (13), (14) πιο αρνητικές σκέψεις και επομένως ήταν πιο ευάλωτα στην κατάθλιψη, ενώ τα γνωσιακά τους σχήματα σχετίζονταν με μικρότερη αυτοεκτίμηση.(15), (13)

Θεραπευτικές παρεμβάσεις
Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που βασίζονται στην γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία έχουν αποδειχθεί ερευνητικά ότι αποτελούν αποτελεσματικές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για την διαταραχή της υπερφαγίας. Εστιάζονται τόσο στις συμπεριφοριστικές αντιδράσεις όσο και στην αιτιογένεση των διαταραχών αυτών, καθώς και στους μηχανισμούς οι οποίοι τις διατηρούν. (12),(16)
Στη θεραπεία της διαταραχής της υπερφαγίας κύριος στόχος είναι η μείωση του βάρους. Αρχικά, είναι σημαντική και εδώ η εγκατάσταση καλής θεραπευτικής
σχέσης, που στηρίζεται στο κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Η μέθοδος της αυτοπαρατήρησης εφαρμόζεται καθόλη την πορεία της θεραπείας.
Εν συντομία, τα θεραπευτικά στάδια για τη διαταραχή υπερφαγίας περιλαμβάνουν:
1) εκπαίδευση γύρω από την παχυσαρκία, 2) διερεύνηση ερεθισμάτων στα οποία συμβαίνουν οι υπερφαγικές κρίσεις, 3) διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων, εάν από την αξιολόγηση έχουν φανεί ότι αποτελούν εκλυτικά ερεθίσματα 4) διερεύνηση γνωσιών ( κυρίως γύρω από τον έλεγχο ), 5) εύρεση και τροποποίηση διεργασιακών λαθών, 6) τροποποίηση της αυστηρής υπεραξιολόγησης των πελατών αυτών για τον εαυτό τους, 7) αύξηση ελέγχου πάνω στην τροφή, 8) μείωση της ποσότητας της τροφής, 9) βελτίωση δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων, 10) βελτίωση διεκδικητικής συμπεριφοράς.
Παρεμβάσεις που βασίζονται στη θεραπεία της συμπεριφοράς, την διαλεκτική-συμπεριφορική θεραπεία είναι επίσης αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση της διαταραχής της επεισοδιακής υπερφαγίας, ενώ είναι πολύ βοηθητικά θεραπευτικά προγράμματα για την βελτίωση της εικόνας σώματος και την βελτίωση της διεκδικητικής συμπεριφοράς.
* Το παρόν άρθρο βασίστηκε κυρίως στα (1), (2)

Βιβλιογραφία
1. Γονιδάκης Φρ. & Χαρίλα, Ντ. (2010). Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής. Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Προσέγγιση. Αθήνα: ΠΕΔΙΟΝ

2. Γονιδάκης, Φρ. & Χαρίλα, Ντ. (2009). Προβλήματα σχετιζόμενα με τη λήψη τροφής. Στο: Λ. Λύκουρας, Κ. Σολδάτος, Γ. Ζέρβας Διασυνδετική Ψυχιατρική, Αθήνα: Εκδόσεις ΒΗΤΑ.

3α. American Psychiatric Association. (1994). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (3th ed.). Washington, American Psychiatric Association.

3β. American Psychiatric Association (APA), (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th Ed.). Washington, DC.
4. Fairburn, C.F. & Harrison, P.J. (2003). Eating Disorders. The Lancet, 361 (2), 407-416.

5. Cooper, M., Todd, G. & Wells, A. (2000). A cognitive therapy programme for clients. London & Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.

6. Smith, D., Marcus, M. & Eldedge, K. (1994). Binge eating syndromes:A review of assessment and treatment with an emphasis on clinical application. Behavior Therapy, 25, 635-658.

7.Vervaet, M., van Heeringen C. & Audenaert, K. (2004). Binge eating disorder and non purging boulimia: more similar than different? J.Wiley & Sons Ltd and Eating Disorders Association

8. Johnsen, L., Gorin, A., Stone, A. and le Grange, D. (2003). Characteristics of binge eating among women in the community seeking treatment for binge eating or weight loss. Eating behaviors, 3(4), 295-305.

9. Marcus, M.D., Moulton, M.M. & Greeno, C.G. (1995). Binge Eating Onset in Obese Patients With Binge Eating Disorder. Addictive Behaviors, 20(6), 747-755.

10. Connan, F., Dhokia, R., Haslam, M., Mordant, N., Morgan, G., Pandya, Ch. &
Waller, G. (2009). Personality disorder cognitions in the eating disorders. Behaviour
Research and Therapy, 47, 77-82

11. Katzman, M. A. (1989). Is it true that eating makes you feel better? A naturalistic assessment of food consumption and its effect on stress. Journal of College Student Psychotherapy, 3, 75–87.

12. Fairburn, C.G. & Cooper, P.J. (1999). Eating Disorders. In: K. Hawton & P.M. Salkovskis, J. Kirk & D.M. Clark (Eds), Cognitive behaviour therapy for psychiatric problems: A practical guide (pp. 277-314), UK: Oxford University Press.

13. Telch, C.F. & Stice, E. (1998). Psychiatric comorbidity in women with binge eating disorder: Prevalence rates from a non-treatment-seeking sample. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 66, 768–776.

14. Eldredge, K.L. & Agras, W.S. (1996). Weight and shape overconcern and emotional eating in binge eating disorder. International Journal of eating disorders, 19, 73-82.

15. Telch, C.F. & Agras W.S. (1994). Obesity, binge eating and psychopathology: Are they related? International Journal of Eating Disorders, 15, 53-61.

16. Wilson,
This article is not included in your organization’s subscription. However, you may be able to access this article under your organization’s agreement with Elsevier.

G. T., Grilo, C.M. & Vitousek, K. M. (2007) Psychological Treatment of Eating Disorders. American Psychologist, 62 (3), 199-216.