Μανούσου Αντωνία, Ψυχολόγος Υγείας, Επιστημονικός Συνεργάτης Ενδοκρινολογικού τμήματος Ερυθρού Σταυρού
Γκέλυ Κανέλλου, Ψυχοθεραπεύτρια-Δραματοθεραπεύτρια, Επιστημονικός Συνεργάτης Ενδοκρινολογικού τμήματος Ερυθρού Σταυρού
Πριν αναφερθούμε στην ανάλυση του τίτλου, θα πρέπει να ορίσουμε τι είναι σώμα. Όπως ορίζει η ψυχιατρική, «Σώμα είναι ένα πραγματικό όργανο, που αναπνέει, τρώει, χωνεύει, συνουσιάζεται, βλέπει, μιλάει, αντιδρά σε φυσικά και χημικά ερεθίσματα, κινείται στο χώρο και στο χρόνο.…». «..Ψυχή είναι ο εαυτός του ανθρώπου στην αφηρημένη του μορφή, ένα υποθετικό όργανο που αντιλαμβάνεται, θυμάται, σκέπτεται, αισθάνεται,, επιθυμεί ή θέλει και πάνω απ’ όλα έχει επίγνωση του εαυτού του…».
Είναι γνωστό ότι το ένα επιδρά απόλυτα στο άλλο. Μιλώντας για ένα ψυχοσωματικό πρόβλημα, εννοούμε όλες εκείνες τις σωματικές διαταραχές που οφείλονται όχι μόνο στη σωματική συμπτωματολογία αλλά και σε κάποιους ψυχολογικούς παράγοντες. Αναλυτικότερα, όλες οι απωθημένες συναισθηματικές συγκρούσεις, όπως θυμός, φόβος, θλίψη άγχος μπορεί να γεννήσουν διάφορα σωματικά προβλήματα και διαταραχές όπως ημικρανίες, στομαχικές διαταραχές, υπέρταση, παχυσαρκία, ρευματοειδείς παθήσεις, υπερθυρεοειδισμό κλπ .
Πως θα καταλάβουμε, λοιπόν, ότι ένα σωματικό σύμπτωμα έχει ψυχογενή αιτία; Καταρχήν και πολύ απλά θα πρέπει να γίνει ιατρικός έλεγχος με τον οποίο να επιβεβαιώνεται ότι ο ασθενής δεν παρουσιάζει κάποιο οργανικό αίτιο το οποίο να δικαιολογεί τα συμπτώματα που εμφανίζει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ασθενής θα πρέπει να ψάξει ποιες άλλες είναι οι πιθανές αιτίες που τον έχουν οδηγήσει σε αυτή τη σωματική συμπτωματολογία. Στις περισσότερες περιπτώσεις των ασθενών, ο παθολογικός παράγοντας συνυπάρχει με κάποια ψυχολογική αιτία που επιδεινώνει η σταθεροποιεί την κλινική εικόνα του ασθενούς. Σε κάθε περίπτωση, ο ασθενής δε θα πρέπει να υποτιμήσει το ρόλο που παίζει η ψυχολογία του στην γενικότερη εικόνα της υγείας του.
Εκεί λοιπόν πρέπει ν’ απευθυνθεί στον ειδικό της ψυχικής υγείας, ο ρόλος του οποίου είναι διττός:
1) Πρώτον να πείσει τον ασθενή ότι το σωματικό του σύμπτωμα οφείλεται στον πόνο της ψυχής του, δηλαδή, ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ ψυχής και σώματος που μπορεί να παρομοιαστεί σα μια γέφυρα που έχει αρχίσει να τρίζει και πρέπει να υποστυλωθεί-υποστηριχτεί.
2) Αφού ο ασθενής το αντιληφθεί και πειστεί θα πρέπει ν’ ακολουθήσει μια ψυχολογική – θεραπευτική προσέγγιση.
Η ψυχολογική προσέγγιση σ’ ένα πρώτο επίπεδο, θα τον βοηθήσει συμβουλευτικά. Πιο συγκεκριμένα, ο ασθενής μπαίνει σε ένα στάδιο αναγνώρισης του εαυτού του, αναφερόμενος στη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του στο εδώ και τώρα, τα οποία επηρεάζουν το σύμπτωμά του.
Σε δεύτερο επίπεδο, εφόσον κριθεί αναγκαίο, ο ασθενής μπορεί να συνεχίσει τη θεραπεία του ακολουθώντας μια πιο βαθειά ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, που θα τον βοηθήσει να αναδείξει όλα τα αποθυμένα και μη συναισθήματα, τα οποία θα αναλυθούν σε βάθος.
Καταλήγοντας, θέλουμε να επισημάνουμε τη σπουδαιότητα του ψυχολογικού παράγοντα στο σώμα μας, πράγμα άλλωστε που μας το έχουνε διδάξει και οι αρχαίοι φιλόσοφοι όπως ο Πλάτωνας που είχε πει ότι «..πρώτα νοσεί το σώμα και μετά η ψυχή».