Η άποψη μας – Νοέμβριος 2007

Η υγεία λέγεται ,και είναι πράγματι, το πολυτιμότερο αγαθό. Είναι πολύτιμο γιατί αν το χάσεις ,χάνεις όλα τα υπόλοιπα αγαθά της ζωής. Είναι όμως και πολύτιμο γιατί η διατήρησή του η η επανάκτησή του έχει κόστος. Το κόστος αυτό έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια για 3 κυρίως λόγους.

α. Λόγω της αύξησης του χρόνου επιβίωσης και συνεπώς της πληθυσμιακής ομάδας της 3ης ηλικίας, με αποτέλεσμα την αύξηση των νοσημάτων φθοράς όπως τα μυοσκελετικά και οι νεοπλασίες,

β. Λόγω της ιλιγγιώδους αύξησης, αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής, των καρδιομεταβολικών νοσημάτων ,όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης ,η αθηροσκλήρωση, και η στεφανιαία νόσος ,της επανεμφάνισης νοσημάτων που είχαν πρακτικά εξαφανισθεί ,όπως η ελονοσία, φυματίωση αλλά και της εμφάνισης νέων όπως το AIDS, και

γ. Λόγω της θεραπείας νοσημάτων που παλιότερα θεωρούνταν το φυσικό αποτέλεσμα της γήρανσης ,όπως η εμμηνόπαυση και η οστεοπόρωση. Σε αυτά τα αίτια, που έχουν προκαλέσει υπέρμετρη αύξηση τους κόστους της παροχής υπηρεσιών υγείας, πρέπει να προστεθεί η αυξημένη επίπτωση των ψυχικών νοσημάτων και η κοινωνική φροντίδα ακραίων ηλικιακά πληθυσμών όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.

Η υγεία είναι πρώτιστο αγαθό, μαζί με τον αέρα που αναπνέουμε και το νερό που πίνουμε ,και ο όρος αυτός προϋποθέτει όχι μόνο ελεύθερη και εύκολη πρόσβαση αλλά και αρίστη ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών στους πάσχοντες. Επιπρόσθετα τα τελευταία χρόνια έγινε αντιληπτό ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στη θεραπεία των ασθενειών αλλά στη πρόληψη. Τα κράτη συνεπώς αντιμετωπίζουν μια τρομερή πρόκληση. Να διασφαλίσουν ένα σύστημα υγείας που να ανταποκρίνεται σε διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης, να είναι εύκολα προσβάσιμο, να παρέχεται δωρεάν και η ποιότητα των υπηρεσιών του να είναι η καλλίτερη δυνατή.

Η απόκτηση και διαφύλαξη του πολύτιμου αγαθού της υγείας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη από τις εγγενείς αντιφάσεις που τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των συστημάτων υγείας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Η τεχνολογική πρόοδος και η ανάπτυξη προηγμένων διαγνωστικών μεθόδων διευκολύνει τη διάγνωση των νοσημάτων. Η υπέρμετρη όμως ή και άσκοπη χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε πλασματικές διαγνώσεις και σε υπέρμετρη αύξηση του κόστους της περίθαλψης. μετατρέποντας ταυτόχρονα το γιατρό από σκεπτόμενο επιστήμονα σε έναν απλό αξιολογητή εργαστηριακών ευρημάτων, με μειωμένη τη κλινική του ικανότητα αλλά και την ανθρώπινη επαφή του με τον ασθενή.

Η εξειδίκευση των λειτουργών της υγείας, που γίνεται με σκοπό τη καλλίτερη διαχείριση της γνώσης και εμπειρίας, οδηγεί σε πιο ακριβή διάγνωση και θεραπεία, ταυτόχρονα όμως αφαιρεί από το γιατρό τη δυνατότητα ολιστικής προσέγγισης και θεώρησης του ασθενούς. Ο γιατρός αντιμετωπίζει το νόσημα και όχι τον άρρωστο.
Η κυκλοφορία νέων φαρμάκων αναμφίβολα συντελεί στη πιο αποτελεσματική θεραπεία. Όταν όμως η συνταγογράφηση γίνεται άσκοπα ή κατευθυνόμενα, επιβαρύνει όχι μόνο το κόστος της περίθαλψης αλλά και την υγεία του ασθενούς, τραυματίζοντας καίρια και τη διαφάνεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός συστήματος παροχής περίθαλψης.

Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση των λειτουργών της υγείας έχει τεράστια σημασία για την επιτυχή αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανομένων διαγνωστικών και θεραπευτικών προκλήσεων, μπορεί όμως να αποτελέσει και πρόσχημα για κίνητρα και παροχές που μόνο έμμεσα σχετίζονται με την επιμόρφωση.

Η υπερβολική αύξηση τα τελευταία χρόνια του αριθμού των γιατρών, που δεν ακολουθήθηκε από αντίστοιχη των νοσηλευτών, δεν βελτίωσε ανάλογα την ιατρική φροντίδα στη χώρα μας αλλά αντίθετα οδήγησε σε μια πλασματική αύξηση των αναγκών περίθαλψης, με αύξηση και του κόστους αλλά και με υποβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών.

Η ίδια η πολυπλοκότητα της ιατρικής επιστήμης και η ανάγκη παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών έχει οδηγήσει στο να δοθεί υπέρμετρη έμφαση στη τριτοβάθμια περίθαλψη, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης και με άμεση συνέπεια την αποδυνάμωση των προγραμμάτων πρόληψης και την ουσιαστική κατάργηση της εκπαίδευσης του πληθυσμού μέσω των προγραμμάτων αγωγής υγείας.

Τέλος η οργάνωση, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος υγείας, με την πολυπλοκότητα και τις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις σε υποδομή και προσωπικό που το διακρίνει, απαιτεί, πέρα από το υψηλό κόστος, γνώση των προβλημάτων, σοβαρό σχεδιασμό και ικανή διοίκηση. Η διοίκηση των μονάδων υγείας στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου συστήματος παροχής υπηρεσιών αποτελεί έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες για την επιτυχή υλοποίηση του.

Η πραγμάτωση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας λόγω του χαρακτήρα και των δυσκολιών που εμφανίζει, θα πρέπει, χωρίς δογματισμούς και ταμπέλλες, να αντιμετωπισθεί συνολικά στα πλαίσια ενός γόνιμου διαλόγου με όλους τους συντελεστές που σχετίζονται με το σχεδιασμό, την οργάνωση, τη λειτουργία του αλλά και με τους πολίτες- καταναλωτές που είναι και οι τελικοί αποδέκτες και επιπλέον πληρώνουν για να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες του.

 

Κώστας Φαινέκος