Η άποψη μας – Μάρτιος 2009

Στη καθημερινή μας επικοινωνία ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο υπάρχει το «δήθεν». Συνήθως υπονοούμε κάτι που δεν είναι μεν απόλυτα γνήσιο αλλά προσπαθεί να το μιμηθεί η να το υποκαταστήσει. Τα «δήθεν» μπορεί να αφορούν προιόντα, υπηρεσίες η ακόμη και χαρακτηρισμούς προσώπων.

Ένα εστιατόριο με υποτιθέμενη γαλλικά κουζίνα μπορεί να προσφέρει «δήθεν» γαλλικά εδέσματα που να προσομοιάζουν με τα αντίστοιχα γνήσια πιάτα μόνο κατ’ όνομα. Κρασιά με ονομασία προέλευσης, αμφισβητούμενη και αυτή, μπορεί να ονομάζονται αλλά να μη πλησιάζουν καθόλου τη γεύση των αντίστοιχων Chardonnay η Cabernet Sauvignon που επικαλούνται.

Δυστυχώς πέρα από τα καταναλωτικά αγαθά τα δήθεν μπορεί να επεκτείνονται και στις υπηρεσίες που εκεί δεν αφορούν τόσο την επαγγελλόμενη ποιότητα αλλά την χωρίς κόστος παροχή. Ετσι αν στη δωρεάν παιδεία προστεθούν τα έξοδα του φροντιστηρίου παύει να είναι τέτοια. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και στις υπηρεσίες υγείας, με το περιώνυμο φακελάκι, τις πολεοδομίες, τη τοπική αυτοδιοίκηση, τις τράπεζες με τις δήθεν χωρίς κόστος πιστωτικές χορηγήσεις, τις μειώσεις τιμών στις περιόδους εκπτώσεων κλπ.

Ο τομέας όμως που τα «δήθεν» κυριολεκτικά θριαμβεύουν είναι ο καλλιτεχνικός με ιδιαίτερη έμφαση στα προιόντα τέχνης όπως ζωγραφικοί πίνακες, μουσική, θεατρικά η κινηματογραφικά έργα αλλά και βιβλία. Στη τέχνη όπου, η ελευθερία της έκφρασης, η έλλειψη καθαρά διαμορφωμένων κριτηρίων αξιολόγησης, η υποκειμενικότητα της κρίσης και ο μιμητισμός κυριαρχούν, η ανάδειξη μίας «δήθεν δημιουργίας» σε σημαντικό έργο τέχνης γίνεται εύκολα αποδεκτή.

Στην τηλεόραση η «δήθεν» ενημερωτικές αλλά στην ουσία κουτσομπολικές εκπομπές είναι στην ημερήσια διάταξη ενώ πρόσφατα προστέθηκαν, προς τέρψιν του ανδρικού πληθυσμού, και τα δήθεν μετεωρολογικά δελτία.

Τα «δήθεν» επικρατούν στη ζωή μας για δύο λόγους. Ο πρώτος, που αφορά κυρίως τα καταναλωτικά προιόντα και τις καλλιτεχνικές η πνευματικές δημιουργίες, είναι ότι είναι κερδοφόρα. Το κοινό είτε από άγνοια, έλλειψη κουλτούρας η ακόμη και από επίδειξη, πληρώνει για να τα αποκτήσει η να τα καταναλώσει. Ο δεύτερος λόγος, που αφορά συνήθως τις υπηρεσίες, είναι ότι το κοινό δεν μπορεί οργανωμένα και μαζικά να αντιδράσει στο οργανωμένο κατεστημένο είτε αυτό αφορά τον δημόσιο είτε τον ιδιωτικό τομέα. Εκεί φυσικά πρέπει να παρεμβαίνει η Πολιτεία και να προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη και το τίμημα και ποιότητα των υπηρεσιών πού επαγγέλλεται ότι παρέχει.

Τα δήθεν προιόντα η υπηρεσίες έχουν απαραίτητο σύμμαχό τους το καλό marketing. Η διείσδυση των ΜΜΕ στα σπίτια μας έχει διευκολύνει δραματικά τη προβολή και ανάδειξη των «δήθεν» προιόντων και υπηρεσιών. Η διαφήμιση είναι σαν το λίπασμα στα λαχανικά και φρούτα. Μεγαλώνουν γρήγορα, γίνονται εκυστικά στην όψη αλλά έχουν «δήθεν» γεύση.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν « δήθεν» χρήματα για να πληρώνουμε τα «δήθεν προιόντα». Δυστυχώς αυτά στην εποχή μας είναι γνήσια και συνεπώς δυσεύρετα.

Κώστας Φαινέκος