Αν και η οστεοπόρωση εκδηλώνεται κυρίως μετά την εμμηνόπαυση στις γυναίκες και με την επέλευση του γήρατος στους άνδρες σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύονται στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής , Pediatrics, οι πρωταρχικές της αιτίες βρίσκονται στη παιδική και εφηβική περίοδο όπου είναι δυνατόν να ληφθούν μέτρα για τη πρόληψη της.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η επίτευξη αυξημένης οστικής μάζας σε νεώτερη ηλικία θεωρείται ο πλέον σημαντικός μεταβλητός παράγοντας για τη δια βίου διατήρηση της σκελετική μας υγείας.
Η επίτευξη της κορυφαίας οστικής μάζας, δηλαδή της μεγαλύτερης συσσώρευσης μεταλλικών στοιχείων στο σκελετό, επιτυγχάνεται προς το τέλος της 2ης δεκαετίας της ζωής πρίν ακολουθήσει η βαθμιαία μείωση της οστικής πυκνότητας πού επέρχεται με την πάροδο της ηλικίας και τις μεταβολές στην ορμονική έκκριση όπως συμβαίνει στη κλιμακτήριο και εμμηνόπαυση.
Αν και το 70% της μεταβλητότητας στην οστική μάζα οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες παρ’όλα αυτά η διατροφική πρόσληψη ασβεστίου, βιταμίνηςD, λευκώματος, νατρίου και ανθρακούχων αναψυκτικών καθώς επίσης και η άσκηση ,ο τρόπος ζωής, η ορμονική κατάσταση και το σωστό σωματικό βάρος αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της οστικής μάζας και στη πρόληψη η καθυστέρηση της εμφάνισης της οστεοπόρωσης.
Η επαρκής πρόσληψη γάλακτος ,κυρία πηγή ασβεστίου, στη βρεφική και παιδική ηλικία σχετίζεται με υψηλότερη οστική πυκνότητα και μειωμένο κίνδυνο κατάγματος στην ενήλικη ζωή μια και το 99% του ολικού ασβεστίου του σώματος βρίσκεται στο σκελετό.
Στη παιδική και εφηβική ηλικία πρέπει επίσης να διασφαλίζεται η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D με τη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε αυτά τα συστατικά όπως είναι το χαμηλό σε λιπαρά γάλα και το γιαούρτι.
Επιπρόσθετα οι ερευνητές προτείνουν την υιοθέτηση από τα παιδιά τακτικής άσκησης όπως το περπάτημα, ο χορός, το τρέξιμο και η ενδυνάμωση των μυών με ασκήσεις με βάρη.
Εφ’ όσον η διατροφική πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D είναι επαρκής δεν συνιστάται η φαρμακευτική τους χορήγηση ούτε η προληπτική μέτρηση της βιταμίνης D, εκτός από ειδικές περιπτώσεις που θα υπάρξει ιατρική ένδειξη.