Διαταρακτες της θυρεοειδικής λειτουργίας και ενδομήτρια ζωή

Μαρία Μιζαμτσίδη, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Μαστοράκος
Ενδοκρινολογική Μονάδα, Β΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική
Αρεταίειο Νοσοκομείο, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

Αλληλογραφία: Γεώργιος Μαστοράκος, Ν. Βάμβα 3, 10674 Αθήνα
Τηλ. 210 3636230, e-mail: [email protected]

Τις τελευταίες δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα τοξική απειλή που επηρεάζει τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Η απειλή αυτή δεν είναι άλλη από τους Ενδοκρινικούς Διαταράκτες, ουσίες δηλαδή, εξωγενώς προσλαμβανόμενες, που συναντώνται στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον και ασκούν επιδράσεις στη λειτουργία των ορμονών, σε επίπεδα μόλυνσης που δεν είναι θανατηφόρα ούτε καρκινογόνα συνιστούν όμως τοξική απειλή για τη χλωρίδα, την πανίδα και τους ανθρώπους. Η πρώτη περιγραφή των επιβλαβών ιδιοτήτων τους πραγματοποιήθηκε πριν από τρεις δεκαετίες περίπου, όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι η απελευθέρωση ενώσεων μέσω των γεωργικών, βιομηχανικών και αστικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχει επηρεάσει το ζωικό και φυτικό οικοσύστημα αλλά και την υγεία του ανθρώπου.
Οι ουσίες αυτές, απαντώνται σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Χρησιμοποιούνται με όλο και αυξανόμενη συχνότητα στην παρασκευή καλλυντικών , ρούχων, αρωμάτων, καθαριστικών προϊόντων για τις δουλειές του σπιτιού , στην κατασκευή τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, υπολογιστών, οικιακών συσκευών, οικοδομών, αυτοκινήτων , αεροπλάνων αλλά και αρκετών παιχνιδιών με τα οποία καθημερινά έρχονται σε επαφή χιλιάδες μικρά παιδιά. Έχουν βρεθεί στο φαγητό και στο νερό που καταναλώνουμε. Επίσης, στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται φάρμακα, αντιβιοτικά και εντομοκτόνα. Επομένως γίνεται εύκολα κατανοητό πως οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες έχουν εισβάλει δυναμικά στη ζωή μας, είναι πανταχού παρόντες σε όλες τις δραστηριότητές μας και σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες θα προκαλέσουν ακόμα περισσότερα προβλήματα στο μέλλον αν δε ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα.
Οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες έχει βρεθεί ότι μπορούν να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό όχι μόνο από τις πιο πιθανές οδούς έκθεσης δηλαδή την άμεση επαφή και την κατανάλωση μολυσμένης τροφής ή νερού αλλά και από μία επιπρόσθετη οδό, αυτή της μητρικής έκθεσης, μέσω του πλακούντα και του θηλασμού. Έχουν τη δυνατότητα μέσω της αλληλεπίδρασης με ενδογενή ορμονικά συστήματα να τροποποιήσουν την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή. Ασκούν επιδράσεις στη σύνθεση, την έκκριση, τη μεταφορά, το μεταβολισμό, τη δράση και τον καταβολισμό των ορμονών, καθώς και στη σύνδεσή τους στις δεσμευτικές πρωτεΐνες. Μέχρι σήμερα είναι γνωστό ότι τα κύρια ορμονικά συστήματα που επηρεάζονται είναι αυτά του θυρεοειδούς, των επινεφριδίων και των γονάδων. Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε ότι αφορά την επίδραση των ουσιών αυτών στην ενδομήτρια ζωή.
Ο ξεχωριστός ρόλος που παίζουν οι ορμόνες στην ανάπτυξη και τη φυσιολογική λειτουργία κάθε ζωικής και φυτικής τάξης, οικογένειας ή είδους επιβάλλει τη εξακρίβωση του μηχανισμού δράσης των Ενδοκρινικών Διαταρακτών επί των ορμονικών συστημάτων ανάμεσα στα είδη. Στη θυρεοειδική λειτουργία οι ουσίες αυτές επιδρούν σε κρίσιμα διαστήματα για την εμβρυϊκή εξέλιξη, αναστέλλοντας τη φυσιολογική δράση της θυρεοειδικής λειτουργίας στην ωρίμαση και ανάπτυξη του εγκεφάλου αλλά και του υπόλοιπου κεντρικού νευρικού συστήματος. Η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα του εμβρύου τις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης και τους 6-8 πρώτους μήνες της ζωής του νεογνού συμβάλλει αποφασιστικά στην ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη ορισμένων ζωτικών συστημάτων του οργανισμού.
Τα τελευταία χρόνια η θεωρία που υποστήριζε ότι ο πλακούντας αποτελεί φραγμό για τις τοξικές ουσίες που κυκλοφορούν στη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει επιστημονικά ανατραπεί. Διάφορες εξωγενείς ουσίες, περιβαλλοντικές ακόμα και φαρμακευτικές, έχουν ενοχοποιηθεί ως Ενδοκρινικοί Διαταράκτες που διαπερνούν τον πλακουντιακό φραγμό και προκαλούν σημαντικά ιατρικά προβλήματα τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Διαιθυλοστιλβεστρόλης (DES), μιας ουσίας με οιστρογονικές ιδιότητες που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τη δεκαετία του 1950 και 1960. προκειμένου να αποτραπούν οι αυτόματες εκτρώσεις. Αποδείχτηκε ότι η λήψη DES κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδεόταν με την ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος του κόλπου σε θήλεις απογόνους 15 έως 30 χρόνια μετά την ενδομήτρια έκθεσή τους, καθώς και με προβλήματα γονιμότητας. Αλλά και οι άρρενες απόγονοι εμφάνισαν δομικές και λειτουργικές ανωμαλίες του γεννητικού σωλήνα με κυριότερες τη μη φυσιολογική κάθοδο και λειτουργικότητα των όρχεων, την ανάπτυξη κύστεων της επιδιδυμίδας και σε μερικές περιπτώσεις την ανάπτυξη σεμινώματος.
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η μελέτη των Ενδοκρινικών Διαταρακτών που επηρεάζουν τη θυρεοειδική λειτουργία εξαιτίας της σημασίας που έχουν οι θυρεοειδικές ορμόνες για την ενδομήτρια ανάπτυξη. Η δράση τους στο έμβρυο εντοπίζεται κυρίως στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, στη μυοσκελετική ανάπτυξη, στην ωρίμαση των πνευμόνων, στη γένεση του αμφιβληστροειδούς και την ανάπτυξη της ακουστικής οδού. Οποιαδήποτε διαταραχή των θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί νευρολογικές βλάβες άλλοτε άλλης βαρύτητας, αναστρέψιμες ή μη. Η βαρύτητα των βλαβών εξαρτάται από την αναπτυξιακή φάση στην οποία προκλήθηκαν και από τη βαρύτητα της θυρεοειδικής διαταραχής. Οι απόγονοι γυναικών που εμφανίζουν κλινικό ή υποκλινικό υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν αυξημένη επίπτωση νευρολογικών και συμπεριφορικών διαταραχών με κυριότερες την εμφάνιση ενδημικού κρετινισμού(σοβαρή νοητική στέρηση, κώφωση, αλαλία ή δυσαρθρία, αδυναμία συνεργασίας των μελών, σπαστικότητα, προβλήματα στάσης και βάδισης) και το συγγενή υποθυρεοειδισμό (πνευματική καθυστέρηση άλλοτε άλλου βαθμού, διαταραχές του λόγου και της ακοής που δε φτάνουν όμως την κώφωση και την αλαλία, προβλήματα ισορροπίας, σπαστικότητα και τρόμο). Άλλες ηπιότερες βλάβες περιλαμβάνουν την εμφάνιση μαθησιακών διαταραχών, διαταραχών της μνήμης, καθώς και το σύνδρομο αδυναμίας συγκέντρωσης και υπερκινητικότητας στα παιδιά. Σε αυτές τις διαταραχές είναι δυνατό να οδηγήσει η έκθεση σε πολυχλωριωμένα διφαινύλια κατά την ενδομήτρια ζωή με κυριότερους εκπροσώπους το PCB 153, το PCB 77και το PCB Arochlor 1254, οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλ-αιθέρες (PBDEs), ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για την κατασκευή των πλαστικών προϊόντων, διάφορα εντομοκτόνα με κύριο εκπρόσωπο το Nitrofen καθώς και οι διοξίνες (PCDD και PCDF).
Όσον αφορά στα PCBs ο Brouwer και οι συνεργάτες του διευκρίνισαν το μηχανισμό με τον οποίο επηρεάζουν τη μεταφορά της αδέσμευτης T4 στον εγκέφαλο του εμβρύου. Αυτό γίνεται μέσω της τρανσθυρετίνης (ΤΤR). Η ΤΤR είναι η πρωτεΐνη με την οποία μεταφέρεται η αδέσμευτη T4 στον εγκέφαλο του εμβρύου για να ακολουθήσει η μετατροπή του στη δραστική αδέσμευτη T3. Κατά τη διαδικασία της μεταβολισμού των PCB από το μητρικό ήπαρ κάποια από αυτά υδροξυλιώνονται. Αυτό αυξάνει τη χημική συγγένειά τους με την ΤΤR με αποτέλεσμα να μεταφέρονται μέσω του πλακούντα στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του εμβρύου. Επιπλέον, τα υδροξυλιωμένα μεταβολικά προϊόντα των PCB έχουν οιστρογονική και αντιθυρεοειδική δράση.
Επιπρόσθετα, μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν πως έκθεση κατά την περίοδο της ανάπτυξης στα PBDEs επηρεάζει το χολινεργικό σύστημα του ενήλικα, καθώς οι ουσίες αυτές καταλαμβάνουν τους χολινεργικούς νικοτινικούς υποδοχείς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των μαθησιακών και μνημονικών δυνατοτήτων του ενήλικα. Σε άλλη μελέτη βρέθηκε πως η ενδομήτρια έκθεση των αρουραίων Long Evans σε PBDEs είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της Τ4 στα έμβρυα και την επαγωγή των ηπατικών ενζυμικών συστημάτων EROD, PROD και UDPGT που ενέχονται στο μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών.
Το εντομοκτόνο Nitrofen όταν ενεθεί σε μητέρα-αρουραίο κατά τη διάρκεια της κύησης, προκαλεί πνευμονική υποπλασία στο έμβρυο. Αυτό προκαλείται εξαιτίας της μείωσης της πρόσδεσης της Τ3 στους υποδοχείς των θυρεοειδικών ορμονών .
Οι διοξίνες ενοχοποιήθηκαν για δύο περιπτώσεις δηλητηρίασης εξαιτίας της κατανάλωσης μολυσμένου ρυζιού στην Ιαπωνία (νόσος Yusho) και την Ταϊβάν (νόσος Yucheng) με αποτέλεσμα τα νεογνά που γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν εκτεθεί σε αυτές τις ουσίες κατά τη διάρκεια της κύησης να εμφανίζουν χαμηλό βάρος γέννησης, μελάγχρωση του δέρματος, βρογχίτιδα και αναπτυξιακή καθυστέρηση. Παράλληλα, η ενδομήτρια έκθεση σε διοξίνες και PCBs αποδείχθηκε πως προκαλεί σημαντικού βαθμού διαταραχή στη θυρεοειδική λειτουργία και την ανάπτυξη των νεογνών.
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρθηκαν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες είναι ουσίες ιδιαίτερα επικίνδυνες για όλους τους οργανισμούς. Συγκεκριμένα, οι επιδράσεις τους στη θυρεοειδική λειτουργία και στην ενδομήτρια ζωή έχουν μελετηθεί επισταμένως , όπου διαφαίνεται ότι επιδρούν σε κρίσιμα στάδια για την εμβρυϊκή εξέλιξη, επηρεάζοντας τη φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμανση τόσο του εγκεφάλου όσο και του υπόλοιπου νευρικού συστήματος. Επομένως, σήμερα η δράση της επιστημονικής και ευαισθητοποιημένης λοιπής κοινωνίας θα πρέπει να εστιαστεί σε δύο στόχους: α) στον περιορισμό της έκθεσης στους Ενδοκρινικούς Διαταράκτες και β) στην ολοκλήρωση της μελέτης τους. Παράλληλα θεωρείται επιτακτική η ανάγκη της ενημέρωσης του κόσμου και ιδιαίτερα των εγκύων γυναικών, ώστε να γίνει ευρέως γνωστό ποιες είναι αυτές οι ουσίες οι οποίες είναι δυνατό να επηρεάσουν την υγεία τόσο των ίδιων όσο και των απογόνων του και να τις αποφεύγουν κατά το δυνατό στην καθημερινή τους δραστηριότητα. Τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που επιφέρει η τεχνολογική πρόοδος πρέπει να αντιστοιχηθούν με τις καίριες επιδράσεις της στην επιβίωση των πληθυσμών και την ποιότητα της ζωής οι οποίες απαιτούν περισσότερο σεβασμό προς το περιβάλλον.