Διαμάχες στη διατροφική θεραπεία

Χάρης Δημοσθενόπουλος, MΜedSci. PhDc, Κλινικός Διαιτολόγος-Βιολόγος, Προϊστάμενος Διαιτολογικού Τμήματος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»
harisdimos@gmail.com

Πολλά είναι κατά καιρούς τα θέματα διατροφής που σχετίζονται με την κατάλληλη διαιτητική θεραπεία στο σακχαρώδη διαβήτη και τα οποία αποτέλεσαν στοιχείο διαμάχης ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα.

Αφορούν συνήθως θέματα που σχετίζονται με συγκεκριμένα τρόφιμα ή συστατικά τροφίμων και το κατά πόσο βοηθούν ή όχι στον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο του διαβήτη, με την κατανομή των γευμάτων ή με τη γενικότερη σύσταση της διατροφής στα βασικά θρεπτικά συστατικά.

Δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες – υψηλές σε πρωτεΐνες

Tις τελευταίες δεκαετίες ο όρος «Δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες» είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Παρόλα αυτά δεν δίνεται πάντα ένας όρος ή ένα καθορισμένο όριο, το οποίο να καθορίζει ποια θεωρείται ως χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, και η οποία να χαρακτηρίζει αυτά τα διαιτολόγια.

Συνήθως η περιεκτικότητα σε διαιτολόγια χαμηλά σε υδατάνθρακες μπορεί να κυμαίνεται γύρω στο 20% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, όταν η επίσημη σύσταση των διεθνών οργανισμών για πρόσληψη υδατανθράκων κυμαίνεται στο 40-60% ή σε ποσότητες όχι λιγότερο των 130 γραμμαρίων την ημέρα. Εννοείται βέβαια, ότι μειώνοντας τους συνολικούς υδατάνθρακες αυτονόητα η κατανάλωση πρωτεΐνης και λίπους αυξάνεται, ώστε να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες.

Οι περισσότερες μελέτες με θέμα την επίδραση διαιτολογίων με συγκεκριμένη σύσταση στα βασικά θρεπτικά συστατικά, συγκρίνουν συνήθως δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος (low fat diets) και με αυξημένη περιεκτικότητα σε MUFA και υψηλότερη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, με εκείνες που περιέχουν χαμηλότερη αναλογία υδατανθράκων, σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Για την απώλεια του σωματικού βάρους, τόσο οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, όσο και οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος φαίνεται να είναι αποτελεσματικές σε βραχυχρόνιο επίπεδο (έως 1 έτος), ενώ το διάστημα των 6 μηνών φαίνεται να δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα.

Oι δίαιτες με υψηλό περιεχόμενο σε πρωτεΐνες μέσα από τροφές πλούσιες σε λευκώματα, αλλά και λιπαρά (όπως κρέας, τυριά και αυγά) είναι επίσης ένα συχνό στοιχείο διαμάχης τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητα τους στην απώλεια του σωματικού βάρους, αλλά και ως προς την επιτυχή ή μη ρύθμιση του ΣΔ.

H αποτελεσματικότητα της λήψης διατολογίων χαμηλών σε υδατάνθρακες και υψηλών σε πρωτεΐνες, από άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, συσχετίζεται, πέρα από τη ρύθμιση της γλυκόζης, με τον πιθανό κίνδυνο για διταραχή της νεφρικής λειτουργίας καθώς και την ταχύτητα εξέλιξης της πάθησης. Επίσης, υπάρχει και διαμάχη σχετικά με την επίπτωση τους στο καρδιαγγειακό σύστημα, στο επίπεδο των λιπιδίων αίματος και τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και εγκεφαλικών επεισοδίων, δεδομένου ότι οι περισσότερες πρωτεΐνες προέρχονται από ζωικές πηγές, οι οποίες περιέχουν μεγάλες ποσότητες κορεσμένων λιπαρών, ενώ ο περιορισμός των υδατανθράκων μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων και να οδηγήσει σε κέτωση.

Αν και τα διαιτολόγια αυτά επανέρχονται συχνά στις γενικές συστάσεις για τα άτομα με διαβήτη, όπως συνέβη με τον ADA από το 2009 και μετά, ταυτόχρονα υπάρχουν πολλές ανασκόπισεις και μελέτες, οι οποίες έδειξαν ότι δεν υπάρχουν επαρκώς πειστικές ενδείξεις ώστε να υπάρξει σύσταση υπέρ ή κατά της χρήσης δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες. Ταυτόχρονα βρέθηκε ότι η συνολική απώλεια βάρους συσχετίζεται περισσότερο με τον ενεργειακό περιορισμό και όχι με τον περιορισμό των υδατανθράκων. Φαίνεται δηλάδη το σημαντικότερο στοιχείο παρέμβασης να είναι ο θερμιιδικός περιορισμός στο διαιτολόγιο καθώς και ο συνολικός χρόνος (διάρκεια) της εφαρμογής του προγράμματος απώλειας βάρους από το άτομο με ΣΔ.

Καφές και Διαβήτης

Τα τελευταία χρόνια και μέσα από πολλές μελέτες υπάρχει μια διαμάχη για το ρόλο του καφέ στην πρόληψη και τον πιθανό ρόλο του στη ρύθμιση του διαβήτη, καθώς και για το είδος του καφέ, ο οποίος έχει την όποια θετική δράση. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η υψηλότερη κατανάλωση καφέ συνδέεται με έναν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης του τύπου 2 διαβήτη. Οι μεγάλοι οργανισμοί επίσης αναφέρουν ότι ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ρόφημα καφέ με ή χωρίς καφεΐνη (καφέ, τσάϊ), συστατικά άλλα πλην της ίδιας της καφεΐνης είναι αυτά που έχουν τα ευεργετικά αποτελέσματα στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης.

Η επίδραση της καφεΐνης στη ρύθμιση του εκδηλωμένου διαβήτη είναι ακόμα υπό διερεύνηση και δεν έχει πλήρως τεκμηριωθεί.

Κανέλα και Διαβήτης

Τα τελευταία χρόνια πολλές μελέτες έδωσαν στοιχεία για την πιθανή επίδραση της κανέλας στη γλυκαιμική ρύθμιση Έτσι, αποδείχθηκε ότι ο πιθανός ρόλος της κανέλας σχετίζεται με την ουσία MHCP που ανήκει στην κατηγορία των πολυφαινολών και μιμείται την ινσουλίνη, ενεργοποιεί τους κυτταρικούς υποδοχείς της και δρα εντός των κυττάρων σε συνέργεια με την ινσουλίνη.

Οι περισσότερες μελέτες έδειξαν ότι η κανέλα έχει ωφέλιμη δράση σε διαβητικούς ασθενείς τύπου 2, των οποίων η θεραπεία στηρίζεται σε αντιδιαβητικά δισκία, αλλά και ότι δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει θεραπεία κατά του διαβήτη τύπου 2. Έτσι, έχει αποδειχθεί ότι η δράση της είναι κυρίως προληπτική σε προ-διαβητικούς ασθενείς, σε ασθενείς που δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από διαβήτη και ενισχυτική σε διαβητικούς τύπου 2.

Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν αρκετές μελέτες που έδειξαν πως η συμπληρωματική χορήγηση κανέλας δεν επιφέρει καμία βελτίωσης στα επίπεδα A1c και FBG, σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 και 2.

Ξύδι και Διαβήτης

Ο ρόλος του ξυδιού αποτελεί ακόμα ένα σημείο διαμάχης, σε σχέση με τον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα με τύπο 1 και 2 διαβήτη. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η προσθήκη ξυδιού σε γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες μειώνει τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης σε υγιή άτομα και ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Ειδικότερα, σε ασθενείς με ΣΔ2 και καλό γλυκαιμικό έλεγχο φαίνεται ότι η προσθήκη ξυδιού στο προ του ύπνου γεύμα μπορεί να μειώσει τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας.

Ουσιαστικά η προσθήκη ξυδιού φαίνεται να μειώνει τα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης, ενώ πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η μείωση αυτή είναι σημαντική όταν το ξύδι προστίθεται σε γεύμα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη (ΓΔ). Το ξύδι πιθανώς δρα στη μεταγευματική γλυκαιμία μέσω της καθυστέρησης της απορρόφησης των ευαπορρόφητων υδατανθράκων. Τέλος, φαίνεται ότι το ξύδι προστιθέμενο στα γεύματα μπορεί να παίξει ένα ρόλο στη μείωση της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας σε ασθενείς με ΣΔ.

Βέβαια αν και υπάρχουν αυτά τα αποτελέσματα, στοιχείο διαμάχης αποτελούν ακόμα οι πιθανοί μηχανισμοί δράσης του ξυδιού, όσον αφορά τη μείωση της γλυκόζης στο αίμα.

Το ιδανικό πλάνο γευμάτων και η κατανομή υδατανθράκων στο Διαβήτη

Οι συστάσεις για τον αριθμό των γευμάτων, τη σημασία των ενδιάμεσων γευματιδίων (σνακ), τις πηγές και κυρίως την κατανομή των υδατανθράκων στα γεύματα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποτελεί επίσης ένα σημείο διαμάχης.

Η σημασία του πρωινού γεύματος, η κατανάλωση του βασικού γεύματος μεσημέρι ή βράδυ και η υποχρεωτική ή μη λήψη σνακ είναι θέματα που συχνά μπαίνουν σε συζήτηση και διαβούλευση. Οι μεγάλοι οργανισμοί όπως ο ADA υποστηρίζει ότι ο αριθμός των γευμάτων θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τον τύπο του διαβήτη, αλλά και τον τύπο της φαρμακευτικής θεραπείας (ινσουλίνη σε εντατικοποιημένα ή μη σχήματα ή υπογλυκαιμικά φάρμακα).

Επίσης ότι ο χρόνος και η δόση των φαρμάκων θα πρέπει να συντονίζονται με την ποσότητα και φύση των προσλαμβανομένων υδατανθράκων, οι οποίοι υπολογίζονται ανάλογα με τις συνολικές ενεργειακές ανάγκες του κάθε ατόμου με διαβήτη, και σύμφωνα με τα προτεινόμενα ποσοστά για τα βασικά θρεπτικά συστατικά.

Τα ωμέγα 3 στη δίατα του Διαβήτη

Μελέτες υποστηρίζουν ότι η πρόσληψη λιπαρών ψαριών και ω-3 λιπαρών οξέων από φυτικές πηγές (σογιέλαιο, ξηρούς καρπούς και μερικά πράσινα φυλλώδη λαχανικά) μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιακού θανάτου και εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι και η συμπληρωματική χορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων, σε άτομα με ΣΔ2, έχει θετική επίδραση στην μακρο- και μικρο αγγειακή λειτουργία.

Όσο αφορά τη συμπληρωματική χορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων έχει φανεί ότι μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος, αλλά υπάρχουν και πρόσφατες μετα-αναλύσεις οι οποίες δείχνουν ότι η επίδραση αυτή δεν είναι σημαντική. Παράλληλα, δεν είναι πλήρως αποδεδειγμένη η επίπτωση της συμπληρωματικής χορήγησης ω-3 λιπαρών οξέων στους ανθρώπους στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και δεν υπάρχει ομοφωνία για τη χρήση συμπληρωμάτων που να περιέχουν ω-3 λιπαρά οξέα στο διαβήτη.

Έτσι, οι έως τώρα ενδείξεις υποστηρίζουν τις συστάσεις σχετικά με τη διαιτητική πρόσληψη ψαριών (κατανάλωση δύο ή περισσότερων μερίδων φρέσκου ψαριού εβδομαδιαίως-όχι τηγανητού) και ω-3 λιπαρών οξέων από φυτικές πηγές, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για ακριβείς συστάσεις σχετικά με την ιδανική αναλογία ω-3/ω-6 λιπαρών οξέων.