Διαβήτης και καρκίνος

Μ. Σώμαλη, Ενδοκρινολόγος
Ζ. Μούσλεχ, Ενδοκρινολόγος
ΕΟΠΥΥ Θεσσαλονίκης
[email protected]

Ο διαβήτης και ο καρκίνος είναι δύο παθήσεις με τεράστιο παγκόσμιο αντίκτυπο στην υγεία και στην οικονομία της υγείας. Επιδημιολογικές μελέτες υποστηρίζουν ότι τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη 2 διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης κάποιων τύπων καρκίνου και αυτό μάλλον οφείλεται αφ’ενός στους κοινούς παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για την ανάπτυξη διαβήτη και καρκίνου αντίστοιχα και αφ’ ετέρου σε κοινούς βιολογικούς μηχανισμούς που δεν είναι ακόμη απόλυτα γνωστοί. Διαφαίνεται επίσης ότι ακόμη και τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του διαβήτη μπορεί να προδιαθέτουν ή και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη κάποιων τύπων καρκίνου, ενώ κάποια άλλα να προστατεύουν από αυτόν.

Όπως δείχνουν οι τελευταίες αναλύσεις όλων των μελετών των τελευταίων πενήντα ετών, καρστσσσσκίνος στα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου ήπατος, παγκρέατος και ενδομητρίου διπλασιάζεται, ενώ του παχέως εντέρου, του μαστού και της χοληδόχου κύστεως αυξάνεται κατά 20 εως 50% . Η σχέση του καρκίνου με τον ΣΔ1 δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς.

Η παχυσαρκία, η κακή διατροφή και η έλλειψη άσκησης αποτελούν τους κύριους κοινούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη και των δύο παθήσεων ενώ στους υπεύθυνους βιολογικούς μηχανισμούς συμπεριλαμβάνονται η υπερινσουλιναιμία, η υπεργλυκαιμία και η φλεγμονή.

Έχει επίσης παρατηρηθεί ‘ότι η παχυσαρκία επιδεινώνει την εξέλιξη και την πρόγνωση του καρκίνου ενώ αντίθετα η υγιεινή διατροφή, πλούσια σε φρούτα, φυτικές ίνες, λαχανικά και μονοακόρεστα λιπαρά συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου τόσο στα άτομα με διαβήτη όσο και στο γενικό πληθυσμό.

Σχετικά με την ανάπτυξη καρκίνου που οφείλεται στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη, το ενδιαφέρον των μελετών επικεντρώθηκε για πολλά χρόνια στην ινσουλίνη και τα ανάλογα ινσουλίνης καθώς θεωρητικά και οι δύο ουσίες μπορούν να λειτουργήσουν σαν αυξητικοί παράγοντες σε μοριακό επίπεδο και να διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων.

Από το 1967 που καταγράφεται η πρώτη αναφορά μελέτης γύρω από αυτό το θέμα, έως σήμερα έχουν διεξαχθεί πολλές μελέτες χωρίς όμως να υπάρχει ομοφωνία στα συμπεράσματα. Αντίθετα, η μεθοδολογία και ο σχεδιασμός πολλών μελετών που αναφέρονται στην διεθνή βιβλιογραφία και ιδιαίτερα αυτών που ενοχοποιούν την ινσουλίνη, και ειδικότερα την γλαργινική ινσουλίνη έχουν δεχθεί αυστηρή κριτική και αμφισβητούνται από επίσημες επιστημονικές ιατρικές εταιρείες σε παγκόσμιο επίπεδο. Από μεταγενέστερη προσεκτικότερη ανάλυση των αποτελεσμάτων η ινσουλίνη, και ειδικότερα η γλαργινική ινσουλίνη δεν φαίνεται τελικά να προκαλεί σοβαρή αύξηση της συχνότητας του καρκίνου και έτσι το όφελος από την χρήση της θεωρείται πιο σημαντικό.
Έχοντας σκοπό να διαλευκανθεί πλήρως η σχέση διαβήτη , καρκίνου και ινσουλίνης η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Μελέτης του Διαβήτη έχει αναθέσει σε έγκυρα κέντρα την διεξαγωγή νέων πολυπληθέστερων και πιο προσεκτικά σχεδιασμένων μελετών.

Επιπλέον, σχετικά αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου έχει παρατηρηθεί με κάποιες από τις κατηγορίες αντιδιαβητικών δισκίων με εξαίρεση την μετφορμίνη που φαίνεται να είναι η μόνη από τα αντιδιαβητικά δισκία που ασκεί προστατευτική δράση ενάντια στην ανάπτυξη του καρκίνου, εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Μεγάλο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαπίστωση ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου που αποδίδεται στα υπόλοιπα αντιδιαβητικά δισκία φαίνεται να εξουδετερώνεται όταν συγχορηγείται μετφορμίνη. Η διαπίστωση αυτή άνοιξε τον δρόμο για πολλές και σημαντικές μελέτες γύρω από την μετφορμίνη και την δράση της ως αντικαρκινικό παράγοντα. Οι μελέτες αυτές υποστηρίζονται και επιβλέπονται από διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς και ιατρικές επιστημονικές εταιρείες και τα αποτελέσματα τους αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη νέων αντιλήψεων στο πεδίο της ογκολογίας.

Έχοντας λάβει υπ’ όψη τα παραπάνω, η Αμερικανική Εταιρεία Κλινικών Ενδοκρινολόγων και η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία συμβουλεύουν τα άτομα με διαβήτη να τηρούν τις ίδιες οδηγίες που ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό όσον αφορά την πρόληψη του καρκίνου και ανάλογα με την ηλικία τους, να μην παραλείπουν προληπτικούς ελέγχους και επιπλέον συνιστούν να συνεχίσουν την αγωγή τους είτε αυτή είναι ινσουλίνη είτε δισκία καθώς ο κίνδυνος που διατρέχουν είναι σαφώς μικρότερος από τον κίνδυνο ανάπτυξης επιπλοκών εξ’ αιτίας κακού γλυκαιμικού ελέγχου.