Λόη Βασιλική,Χημικός,Τμήμα Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού,
ΓΝΑ, «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»
Στις ανεπτυγμένες χώρες ο καρκίνος είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η πιθανότητα εμφάνισης και ανάπτυξης του καρκίνου, αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας και επηρεάζεται από ένα πλήθος παραγόντων (διαιτητικών, περιβαλλοντικών, γενετικών, κ.α)
Η νεοπλασματική μεταμόρφωση ενός φυσιολογικού κυττάρου μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή και έκκριση στην κυκλοφορία διαφόρων βιοχημικών ουσιών σε βιολογικά υγρά, που είναι γνωστές ως “Δείκτες Όγκων ή Καρκίνου” (Tumor markers).
Η συνεισφορά των εργαστηρίων Κλινικής Χημείας στην ανίχνευση και στον προσδιορισμό των δεικτών καρκίνου (ΔΚ) έχει μια ιστορική διαδρομή 150 ετών.
Οι δείκτες καρκίνου αποτελούν χρήσιμα κλινικά εργαλεία στα χέρια του γιατρού για την παρακολούθηση της θεραπείας των καρκινοπαθών, τόσο κατά την διάρκεια αλλά και μετά την θεραπευτική αγωγή. Παράλληλα χρησιμοποιούνται στον προληπτικό έλεγχο – ανίχνευση (screening) κάθε τύπου καρκίνου αλλά και στη διάγνωση (επιβεβαίωση παρουσίας καρκίνου).
Για να χρησιμοποιηθεί μια ουσία με επιτυχία σαν δείκτης όγκου πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα πρέπει να είναι γνωστή η διαγνωστική ευαισθησία του δείκτη δηλαδή το % ποσοστό των αληθώς θετικών αποτελεσμάτων στο σύνολο των ατόμων που πάσχουν (προσδιορίζονται τα αληθώς θετικά δείγματα), όσο και η διαγνωστική ειδικότητα δηλαδή το % ποσοστό των αρνητικών αποτελεσμάτων σε υγιείς (προσδιορίζονται τα αληθώς αρνητικά δείγματα) Σε κάθε περίπτωση το επιθυμητό ποσοστό των δύο παραπάνω εννοιών είναι το 100%.
Όμως ελάχιστοι δείκτες καλύπτουν αυτές τις προδιαγραφές ώστε να χρησιμοποιούνται στον μαζικό προληπτικό έλεγχο, όπως η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (HCG) για το χοριοκαρκίνωμα και η καλσιτονίνη για το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
O καρκίνος του προστάτη αποτελεί επιδημιολογικά το δεύτερο σε συχνότητα εμφανιζόμενο καρκίνο ύστερα από τον καρκίνο του δέρματος στη Δύση.
Αν και ο προσδιορισμός του Προστατικού Αντιγόνου (PSA) σε συνδυασμό με την δακτυλική εξέταση αποτελεί το κλινικό εργαλείο πρώτης γραμμής για τη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη, εντούτοις η χρήση του PSA ως δείκτη μαζικού προληπτικού ελέγχου στη διάγνωση του καρκίνου είναι αμφιλεγόμενη κυρίως εξαιτίας της χαμηλής του ειδικότητας (59-69%).
Εξαιτίας της χαμηλής ειδικότητας (δηλαδή του γεγονότος ότι η αυξημένη συγκέντρωση του PSA στον ορό δεν οφείλεται αποκλειστικά στα κακοήθη κύτταρα) γίνεται σαφές ότι είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ ασθενών με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και ασθενών με καρκίνο του προστάτη.
Την τελευταία δεκαετία η ανώτερη φυσιολογική συγκέντρωση του ολικού PSA (tPSA) στον ορό (ULN-upper limit of normal) θεωρείται ότι είναι 4 ng/ml.
Τι σημαίνει όμως μια φυσιολογική τιμή PSA στον ορό;
Πότε είναι απαραίτητη η βιοψία του προστάτη;
Πότε πρέπει να χορηγηθεί αντι-ανδρογονική θεραπεία;
Δεν υπάρχουν καθαρές απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα .Μία τιμή μεγαλύτερη του 4 ng/ml φαίνεται να είναι το κατώφλι πάνω από το οποίο θα ζητηθεί να γίνει βιοψία αν και η ειδικότητα της εξέτασης είναι αρκετά χαμηλή για τιμές μικρότερες των 10 ng/ml.Το γεγονός ότι ένα ποσοστό 25%-40% ανδρών με τιμές PSA 4-10 ng/ml θα έχουν καρκίνο του προστάτη σημαίνει αυτόματα ότι το 60%-70% των ανδρών με τιμές PSA 4-10 ng/ml θα υποβληθούν σε βιοψία που δεν είναι απαραίτητη. Από την άλλη όμως, όταν συγκρίθηκαν άνδρες με τιμές PSA <1ng/ml με άλλους που έχουν τιμές μεταξύ των 2-3 ng/ml, βρέθηκε ότι οι δεύτεροι έχουν περίπου 7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη σε διάρκεια 10 ετών έναντι των πρώτων. Για το λόγο αυτό σε πολλές μελέτες προτείνεται το κατώφλι των 2,5-3ng/ml, ώστε να ζητηθεί βιοψία.
Για να βελτιωθεί η ειδικότητα της εξέτασης, όταν οι τιμές βρίσκονται μεταξύ των 2-10 ng/ml,έχει προταθεί πλήθος παραμέτρων που σχετίζονται με το PSA, όπως το ελεύθερο PSA (fPSA), που είναι η ενζυμικά ενεργή μορφή(30%) και το complex PSA (cPSA), που είναι το PSA το οποίο είναι συνδεδεμένο με την α1-αντιχυμοθρθψίνη(70%). Επιπρόσθετα, σε πολλές μελέτες συνιστάται το πηλίκο Ελεύθερο προς Ολικό PSA (fPSA/t PSA) ως ο πιο αξιόπιστος τρόπος βελτίωσης της ειδικότητας της εξέτασης του PSA σε περιοχές τιμών 2-10 ng/ml, δηλαδή ως ο πιο αξιόπιστος τρόπος διαχωρισμού περιστατικών καρκίνου του προστάτη από περιστατικά με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη.
Συγκεκριμένα ασθενείς με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη εμφανίζουν στον ορό ψηλότερα επίπεδα ελεύθερου PSA (f PSA) σε σχέση με εκείνους που έχουν καρκίνο του προστάτη.
Έτσι ο λόγος fPSA/tPSA παρουσιάζει χαμηλότερες τιμές στους ασθενείς με καρκίνο του προστάτη έναντι εκείνων που έχουν καλοήθη υπερπλασία του προστάτη.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η πιθανότητα παρουσίας καρκίνου του προστάτη είναι 56% σε ασθενείς που έχουν λόγο fPSA/tPSA= 0-0.1 όταν οι τιμές ολικού PSA (tPSA) βρίσκονται μεταξύ των 4-10 ng/ml. Για την περιοχή 2-4 ng/ml απαιτείται μεγαλύτερη διερεύνηση ώστε να βελτιωθεί η διαγνωστική ικανότητα.
Άλλες παράμετροι που σχετίζονται με το PSA είναι η ταχύτητα αύξησης της συγκέντρωσης PSA (PSA Velocity) και ο χρόνος διπλασιασμού PSA (PSA Doubling time).
H ταχύτητα αύξησης της συγκέντρωσης του PSA, υπολογίζεται σε δείγματα του ίδιου ασθενούς που να απέχουν τουλάχιστον 12 μήνες. Αν παρατηρηθεί αύξηση μεγαλύτερη του 0.75 ng/ml/χρόνο συνιστάται βιοψία. Για την εκτίμηση του χρόνου διπλασιασμού του PSA παρατηρείται η σχέση που συνδέει τα επίπεδα του PSA με το μέγεθος του όγκου. Αύξηση 1cm3 ενός καλοήθους όγκου επιφέρει μικρότερη αύξηση στα επίπεδα του PSA στον ορό έναντι της αύξησης των επιπέδων που θα επιφέρει ιδίου μεγέθους αύξηση ενός κακοήθους όγκου
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξάρτητα από την παράμετρο που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του PSA, η τιμή της πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την ηλικία
(έχει αποδειχθεί ότι ηλικιωμένοι έχουν υψηλότερες τιμές PSA) και τον πληθυσμό που ανήκει ο συγκεκριμένος ασθενής (έχει αποδειχθεί ότι οι Αφρικανοί – Αμερικάνοι έχουν χαμηλότερες τιμές PSA έναντι άλλων λαών).