Ευαγγελία Κανάκη, Ενδοκρινολόγος, email: [email protected]
Η ανησυχητική αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας, και η εξέλιξη της σε μεταβολική νόσο, οδήγησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) να θεωρεί τη παχυσαρκία σαν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του 21ου αιώνα.
Ως παχυσαρκία ορίζεται η υπερβολική συσσώρευση σωματικού λίπους, σε τέτοια έκταση, που να επηρεάζει αρνητικά την υγεία και να οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Το κριτήριο που χρησιμοποιούμε συχνότερα για να ταξινομήσουμε τους ασθενείς είναι ο Δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ=Βάρος/τετράγωνο του ύψους). Τα άτομα ανάλογα με τον δείκτη μάζας σώματος ταξινομούνται σε:
- Λιποβαρή (ΔΜΣ <18,5)
- Φυσιολογικά (ΔΜΣ =18,5-24,9)
- Υπέρβαρα (ΔΜΣ=25-29,9)
- Παχύσαρκα (ΔΜΣ >30)
- Βαριά παχύσαρκα (ΔΜΣ >40).
Η επίπτωση της παχυσαρκίας κυμαίνεται μεταξύ 1.8% -25.3%.Ανάλογα μ’ αυτά τα ποσοστά τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μεγάλη αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας στις γυναίκες πριν την εγκυμοσύνη. Μια καταγραφή, που έγινε στις ΗΠΑ μεταξύ 2003-2006 δείχνει ότι το 32% των γυναικών ηλικίας 20-44 ετών ταξινομούνται ως παχύσαρκες.
Παράλληλα έχει αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών που παίρνουν αρκετό βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η συσσώρευση σπλαχνικού λίπους, που συνεπάγεται η παχυσαρκία, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μεταβολικών διαταραχών (διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ, με αυξημένα επίπεδα ολικής χοληστερίνης ή/και τριγλυκεριδίων, κίνδυνος εμφάνισης αρτηριακής υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου, θρόμβωσης, και σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2) . Επιπρόσθετα η παχυσαρκία πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου, για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στη μητέρα, όσο και στο έμβρυο και στους απογόνους.
Οι παχύσαρκες καθώς και οι υπέρβαρες γυναίκες αποδεδειγμένα έχουν μειωμένη γονιμότητα σε σχέση με τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους και αυτό έχει παρατηρηθεί τόσο στη φυσιολογική κύηση, όσο και στις υποβοηθούμενες εγκυμοσύνες ,γιατί μπορεί να διαταράξει τη διάρκεια διέγερσης των ωοθηκών, τον αριθμό και τη ποιότητα των ωοκυττάρων και των εμβρύων, το ποσοστό επιτυχούς μεταφοράς εμβρύου και τέλος το ποσοστό εγκυμοσύνης.
Αλλες επιπλοκές που αφορούν τη μητέρα είναι οι καθ’ έξιν αποβολές, τα θρομβοεμβολικά επεισόδια, η εμφάνιση διαβήτη κύησης, υπέρταση και προεκλαμψία, πρόωροι τοκετοί, καισαρική τομή και άλλες μακροπρόθεσμες επιπλοκές μετά τον τοκετό.
Η μητρική παχυσαρκία συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικής θνησιμότητας και εμφάνιση γενετικών διαταραχών (ενδομήτριοι θάνατοι, γενετικές ανωμαλίες, μακροσωμία). Μακροπρόθεσμα τα μακρόσωμα νεογνά παχύσαρκων γυναικών έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν παιδική παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο και καρδιαγγειακή νόσο στην ενήλικη ζωή τους.
Επομένως ιδανικός στόχος είναι η επίτευξη φυσιολογικού βάρους πριν τη κύηση, τόσο για την επίτευξη της σύλληψης, όσο και για τη καλή έκβαση της εγκυμοσύνης. Οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες πρέπει να είναι καλά πληροφορημένες για τους κινδύνους της παχυσαρκίας κατά τη διάρκεια της κύησης και μετά καθώς και για τα πλεονεκτήματα της απώλειας βάρους.
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας πρέπει να περιλαμβάνει :
- δίαιτα χαμηλών θερμίδων με μειωμένο γλυκαιμικό δείκτη και επαρκή πρόσληψη πρωτεινών και μονοακόρεστων λιπαρών
- Άσκηση κυρίως αερόβια, που οδηγεί σε απώλεια σωματικού βάρους
- Fαρμακευτική αγωγή, όταν υπάρχει ΣΔ2 και
- Βαριατρική χειρουργική που μπορεί να οδηγήσει σε μονιμότερα αποτελέσματα σε γυναίκες με βαριά-νοσογόνο παχυσαρκία.
Συμπερασματικά είναι σαφές ότι η μητρική παχυσαρκία πριν τη σύλληψη, όσο και η υπερβολική αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αποτελούν σοβαρό παράγοντα κινδύνου τόσο για τη μητέρα, όσο και για το έμβρυο και τον απόγονο αργότερα. Η συστηματική προσπάθεια για μείωση του σωματικού βάρους είναι επιβεβλημένη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση της παχυσαρκίας και των επιπλοκών της από γενιά σε γενιά.