Σ. Σαμαρά (Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Ι. Γραμματικάκης (Γ΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, ΠΓΝ «Αττικόν»), Μ. Παπασταύρου (Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών), Ε. Γεραμάνη (Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων»), Μ. Καραμάνου (Ιστορία της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Γ. Ανδρούτσος (Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών).
Ο όρος «ερμαφροδιτισμός» αναφέρεται στην ταυτόχρονη παρουσία γεννητικών οργάνων άρρενος και θήλεος στο ίδιο άτομο. Με την πρόοδο όμως της ιατρικής επιστήμης και την κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών που εμπλέκονται στη διαφοροποίηση του φύλου κατά την εμβρυογένεση, αλλά και την αρνητική σημασιολογική φόρτιση του όρου «ερμαφρόδιτος», οι επιστήμονες πλέον προτιμούν να περιγράφουν αυτές τις περιπτώσεις ως «διαταραχές της σεξουαλικής διαφοροποίησης».
Το ασυνήθιστο φαινόμενο του ερμαφροδιτισμού απασχολεί τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.), στο «Συμπόσιον», βάζει τον ποιητή Αριστοφάνη (445 π.Χ. – 386 π.Χ.) να διηγηθεί τον μύθο του ανδρόγυνου. Στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας, όπως αφηγείται ο Αριστοφάνης, υπήρχαν τρία φύλα: το ανδρικό, το γυναικείο και το ανδρόγυνο. Το ανδρόγυνο αποτελούσε ένα είδος ανθρώπου όπου τα διακριτά αρσενικά και τα θηλυκά χαρακτηριστικά ήταν ενοποιημένα σε ένα κυλινδρικό πλάσμα με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο πρόσωπα που έβλεπαν περιμετρικά στις δύο αντίθετες πλευρές ενός κεφαλιού που στηριζόταν σε ένα λαιμό. Τα ανδρόγυνα, έχοντας επίγνωση της τελειότητάς τους και της ανεξαρτησίας τους, καθώς μπορούσαν να αναπαραχθούν αφ’ εαυτού τους, ήταν εξαιρετικά δυνατά όντα και αυθαδίαζαν κατά των θεών. Γι’ αυτό ο Δίας αποφάσισε να τους τιμωρήσει χωρίζοντάς τους για πάντα. Έκτοτε, κάθε μισό από το αρχέγονο ανδρόγυνο αναζητά αενάως το άλλο του μισό.
Ο Ερμαφρόδιτος, σαν μυθικό πρόσωπο, εμφανίζεται πρώτη φορά στις αφηγήσεις του Θεόφραστου (371-287 π.Χ.). Ήταν ο γιος της Αφροδίτης και του Ερμή. Σύμφωνα με το μύθο, η ένωση των δύο θεών οδήγησε στη γέννηση ενός αγοριού με εξαιρετική ομορφιά. Όταν λοιπόν ο Ερμαφρόδιτος ήταν σε ηλικία 15 ετών μετέβη στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας και ενώ πλενόταν στα νερά μιας πηγής, τον είδε και τον ερωτεύθηκε η νύμφη Σαλμακίδα. Αφού προσπάθησε μάταια να τον ξελογιάσει, η νύμφη άρπαξε τον νέο και τον έριξε στα βάθη της λίμνης, παρακαλώντας τους θεούς να ενώσουν για πάντα τα σώματά τους. Έτσι, το πλάσμα που προέκυψε από την ένωσή τους είχε πλέον και ανδρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα. Στην αρχαία Κύπρο, παράλληλα με τη λατρεία της Αφροδίτης είχαν και τη λατρεία το Αφρόδιτου, ο οποίος στις παραστάσεις του έφερε γενειάδα, φαλλό και γυναικεία ρούχα. Η αρχαία ελληνική μυθολογία βρίθει παραδειγμάτων θεϊκών πλασμάτων που ήταν ερμαφρόδιτοι, όπως η Άγδιστη (η θεά Κυβέλη της Φρυγίας), η οποία – σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου – γεννήθηκε όταν ο Δίας άθελά του, την ώρα του ύπνου του, έχυσε στη γη το σπέρμα του, και έτσι γεννήθηκε ένα φοβερό τέρας που είχε τόσο αντρικά όσο και γυναικεία γεννητικά όργανα.
Εκτός από τους θεούς με διττή φύση, στην αρχαία Ελλάδα δεν λείπουν και οι περιγραφές ανθρώπων με αμφισημία του φύλου, όπως ο Τειρεσίας, ο πιο φημισμένος μάντης της αρχαιότητας, που φέρεται να έχει υπάρξει διαδοχικά άνδρας και έπειτα γυναίκα. Στην αρχαία Ρώμη, ο Οβίδιος (1ος αι. π.Χ.) είναι ο πρώτος ο οποίος αναφέρεται στο μύθο του Ερμαφρόδιτου, ενώ στο έργο του «Μεταμορφώσεις» απαριθμεί έξι περιπτώσεις αλλαγής φύλου: άνδρες όπως ο Τειρεσίας και ο Σίθων που έγιναν γυναίκες, γυναίκες όπως η Ίφις και η Μαέστρα που έγιναν άνδρες, καθώς και την Καινίδα, στην οποία ο Ποσειδώνας έδωσε το χάρισμα να γίνει άτρωτη και αργότερα άνδρας (ο ήρωας Καινέας), και ως άνδρας να λάβει μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ) αναφέρει ότι όταν η Ρώμη απελευθερώθηκε από τον ζυγό της Καρχηδόνας, διάφορα «τέρατα» εμφανίστηκαν, μεταξύ των οποίων δύο ερμαφρόδιτα παιδιά, ενώ ο ίδιος απαρίθμησε δεκαέξι περιπτώσεις ερμφαφρόδιτων ανθρώπων από το 209 π.Χ. έως το 92 π.Χ. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, αναφέρονται σε περιπτώσεις αλλαγής φύλου, ενώ είναι γνωστός και ο μύθος για τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ηλιογάβαλο (203-222), ο οποίος φέρεται να είχε παντρευτεί πέντε γυναίκες και δύο άνδρες και να προσέφερε τη μισή του αυτοκρατορία σε όποιον ιατρό μπορούσε να του χαρίσει γυναικεία γεννητικά όργανα. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω αναφορές και τους μύθους, το φαινόμενο του ερμαφροδιτισμού δεν ήταν ούτε άγνωστο ούτε σπάνιο στους αρχαίους πολιτισμούς.
Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα για το ποια ήταν η θέση και η μοίρα των ατόμων αυτών στις κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης. Τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο και στη Ρώμη, η παράδοση και οι νόμοι απαιτούσαν την επίδειξη των νεογέννητων παιδιών στην κοινωνία. Τα παιδιά με αμφίβολα γεννητικά όργανα θεωρούνταν κακοί οιωνοί ή έκφραση της οργής των θεών και έπρεπε να απομακρυνθούν από την πόλη ώστε να διατηρηθεί η «καθαρότητα» της κοινωνίας. Σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας, οι ερμαφρόδιτοι γίνονταν αποδιοπομπαίοι τράγοι λόγω της διαφορετικότητάς τους, ενώ στην αρχαία Ρώμη κατά καιρούς χρησιμοποιούνταν ως αντικείμενα ηδονής και εκπόρνευσης.
Με το πέρασμα των αιώνων, βέβαια, ο ερμαφροδιτισμός άρχισε πλέον να θεωρείται ως μια ιδιομορφία της φύσης. Παράδειγμα αυτής της σταδιακής μεταστροφής των απόψεων περί των ερμαφρόδιτων ατόμων, αποτελεί η περιγραφή από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (90-30 π.Χ.) δύο περιπτώσεων παιδιών που είχαν φαινομενικά γυναικεία έξω γεννητικά όργανα, και σε ηλικία γάμου αποδείχθηκε τελικά ότι έφεραν πέος και όρχεις, τα οποία ήταν κρυμμένα κάτω από το δέρμα του περινέου και αποκαλύφθηκαν μετά από τοπική φλεγμονή και χειρουργική επέμβαση αποκατάστασής τους. Έτσι ο Διόδωρος έδειξε ότι ο ερμαφροδιτισμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο που μπορεί να διορθωθεί χειρουργικά και τα άτομα αυτά να ενταχθούν κανονικά στο κοινωνικό σύνολο.