Της ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας Χριστίνας Μιχαλοπούλου
«Τι εννοείτε; Δηλαδή θα παίρνει φάρμακα για την υπόλοιπη ζωή του;» Το ερώτημα αυτό απευθύνει με τρόμο στο γιατρό η μητέρα του παχύσαρκου εφήβου, που υπέστη έμφραγμα στην πρόσφατη ταινία του Μάϊκ Λι «Όλα ή τίποτα». Μοιάζει να της είναι αδιανόητη η πιθανότητα ένας έφηβος, ο γιός της, να χρειάζεται πλέον δια βίου φαρμακευτική υποστήριξη για να μπορεί να ισορροπεί οργανικά.
Όμως η δια βίου λήψη φαρμάκων είναι μόνο μία από τις πολλές αλλαγές που οφείλει να κάνει ο ασθενής στη ζωή του τη στιγμή που διαγιγνώσκεται με ένα χρόνιο νόσημα. Η διάγνωση ενός χρόνιου νοσήματος, ιδιαίτερα ενός ενδοκρινολογικού, σημαίνει κάποιο είδος «αποσυντονισμού» του οργανισμού ή κάποια έλλειψη και για να επιτευχθεί ένας όσο το δυνατόν καλύτερος συντονισμός-ή να καλυφθεί η έλλειψη ως ένα βαθμό- πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν στην καθημερινότητα του ασθενή. Οι αλλαγές αυτές σίγουρα δεν είναι ευχάριστες όταν επιβάλλονται γιατί και μόνο η αίσθηση της «διαφοροποίησης», η έννοια «ασθενής» και η αίσθηση ότι δεν ανήκει κανείς πια στη νόρμα, στο «υγιές» σύνολο, προκαλούν ποικίλα και σίγουρα δυσάρεστα συναισθήματα. Κι αυτά όχι μόνο στον ίδιο τον ασθενή αλλά και στο περιβάλλον του όπως συμβαίνει με την πρωταγωνίστρια του «Όλα ή τίποτα» (μητέρα του ασθενή), που αντέδρασε με απορία και τρόμο.
Απορία, δυσπιστία, φόβος, τρόμος, θυμός, οργή, άγχος, αγωνία, θλίψη, απελπισία, ενοχή, είναι όλα συναισθήματα που συνοδεύουν, αφ΄ενός μεν την περίοδο που ακολουθεί την διάγνωση, αφ’ετέρου δε την ζωή του ασθενή-σε μικρότερη βέβαια ένταση απ΄ότι στην αρχή –και για μικρότερα χρονικά διαστήματα. Είναι φυσικό όταν κάτι χάνεται (κι αυτό δεν είναι μία ομπρέλα ή ένα πορτοφόλι!) να αισθάνεται κανείς μία σωρεία «δύσκολων» συναισθημάτων στην προσπάθειά του να επεξεργαστεί αυτή την απώλεια. Εξίσου δύσκολο είναι να επανατοποθετηθεί ως οντότητα, αν όχι με μία βιωμένη έλλειψη, σίγουρα όμως με μία διαφορετική καθημερινότητα που πασχίζει να διατηρήσει την προϋπάρχουσα ποιότητα ζωής.
Για όποιον δεν το έχει βιώσει, είναι δύσκολο να φανταστεί τι σημαίνει να θυμάσαι να παίρνεις καθημερινά τα χάπια σου, να κάνεις τις ενέσεις σου, να τρως σε συγκεκριμένες ώρες συγκεκριμένες ποσότητες από λίγο ως πολύ συγκεκριμένα πράγματα, να φροντίζεις να μην αγγίζεις τα όρια της κόπωσης, να ασκείσαι (είτε το θέλεις είτε όχι! ), να κάνεις τις εξετάσεις σου σε τακτά χρονικά διαστήματα και να επισκέπτεσαι τον γιατρό σου. Όλα αυτά μαζί, αλλά και ορισμένα μόνο από αυτά, είναι κουραστικές έγνοιες που φορτίζουν συναισθηματικά τον καθένα.
Πολλές έρευνες έχουν καταδείξει ότι προηγείται της εμφάνισης της νόσου μία- συχνά μακρά- περίοδος εσωτερικών συγκρούσεων, συγκρούσεων με το περιβάλλον, μία σοβαρή απώλεια (π.χ διαζύγιο) ή πένθος. Άλλωστε αποτέλεσε και αποτελεί ένα βασικό θέμα της Λογοτεχνίας κι είναι σήμερα μέρος της λαϊκής μας σοφίας το γεγονός ότι οι αντιξοότητες και η απόγνωση μπορούν να οδηγήσουν σε σωματικές ασθένειες. Αν λοιπόν προηγούνται της εμφάνισης μίας νόσου τόσο «βαριά» συναισθήματα, είναι φυσικό μετά τη διάγνωση να δημιουργούνται συνθήκες απώλειας της συναισθηματικής ασφάλειας που συνοδεύονται από φόβο. Όταν χάνεται η συναισθηματική ασφάλεια, ο κάθε άνθρωπος καθίσταται μονομιάς ευάλωτος και εκτεθειμένος σε κάθε είδους «αποδιοργάνωση» εσωτερική ή εξωτερική. Αυτή η αποδιοργάνωση δεν επιτρέπει στους προσαρμοστικούς μηχανισμούς του ανθρώπου να κάνουν το έργο τους κι έτσι το ένα δυσάρεστο συναίσθημα διαδέχεται το άλλο με συχνό αποτέλεσμα την αυτοεγκατάλειψη ή την υπερβολική εξάρτηση από το περιβάλλον.
Κι αν όλα αυτά τελικά αποτελούν φυσικό επακόλουθο της διάγνωσης μίας χρόνιας νόσου και συνιστούν μία παράμετρο της επεξεργασίας της απώλειας, πώς εντάσσει κανείς στον ψυχισμό του την έννοια της «χρονιότητας», τι κάνει με όλα αυτά τα συναισθήματα, πότε τελειώνουν οι περίοδοι της θλίψης, της αντίδρασης, του θυμού; Ίσως τελικά το ζητούμενο στη χρόνια πάθηση να είναι η προσπάθεια κατανόησης όλων αυτών των δυσάρεστων αλλά και «φυσικών» συναισθημάτων, η αποδοχή τους και τέλος η προσπάθεια ένταξής τους στον ψυχισμό και στην καθημερινότητα, τελικώς, του ασθενή. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα «παλεύει» κανείς, έχει όμως χίλιους λόγους για να μην επιτρέψει στον εαυτό του να κατακλυστεί από αυτά.
Η ποιότητα της ζωής του καθένα από εμάς εξαρτάται πρωτίστως από το πώς αισθανόμαστε κι όχι από το τι κάνουμε ή τι έχουμε. Κι όταν αισθανόμαστε ότι ακόμα και η θλίψη μας, από καιρού εις καιρόν, μας επιτρέπει να ζούμε δημιουργικά και να διατηρούμε βαθιά μέσα μας τον απαραίτητο βαθμό ασφάλειας για τον εαυτό μας, σημαίνει ότι η θλίψη αυτή και αντέχεται και ελέγχεται.